-
1 σεληνιασμός
σεληνιασμόςepilepsy: masc nom sg -
2 σεληνιασμός
σελην-ιασμός, ὁ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σεληνιασμός
-
3 σεληνιασμόν
σεληνιασμόςepilepsy: masc acc sg -
4 σεληνιασμοίς
-
5 σεληνιασμοῖς
-
6 σεληνιασμού
-
7 σεληνιασμοῦ
-
8 σελήνη
σελήν-η, ἡ, [dialect] Dor. [full] σελάνα [pron. full] [λᾱ] Pi.O.10.75, [dialect] Aeol. [full] σελάννα Sapph. 3,53; cf. also σεληναίη:—A the moon, σ. πλήθουσα the full- moon, Il.18.484; σ. ἀεξομένη, ὀλίγη κεράεσσι, Arat.780, 733; a moon's breadth, measure used by early astronomers, Ptol.Alm.9.10; νουμηνία κατὰ σελήνην, i.e. by the lunar month, Th.2.28, cf. SIG683.44 (ii B.C.);τὰς ἡμέρας κατὰ σ. ἄγειν D.L.1.59
, cf. PHib.1.27.42 (iii B.C.); πρὸς τὴν σ. ὁρᾶν by moonlight, And.1.38, cf. X.HG5.1.9;ἐν σελήνῃ Ach.Tat.3.2
; ἡ ἐκ τῆς σ. νόσος,= σεληνιασμός, Ael.NA14.27; τὴν σ. καθελεῖν, of Thessalian witches, Ar.Nu. 750, cf. Pl.Grg. 513a, Sosiph. 1.b month, δεκάτῃ σελήνῃ in the tenth moon, E.El. 1126, cf. Alc. 431, Tr. 1075 (lyr.); πολλὰς ς. Id.Hel. 114; τὰς ἡμέρας τῆς ς. Astramps.Orac.p.3 H.;ὁρῶν ἄγουσαν τὴν σ. εἰκάδας Ar.Nu.17
.4 name of a plant, Ps.-Plu.Fluv.18.5; cf.σελήνιον 11
.
См. также в других словарях:
σεληνιασμός — epilepsy masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σεληνιασμός — ο επιληψία: Τον πιάνει σεληνιασμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σεληνιασμός — ο, ΝΑ [σεληνιάζομαι] η νόσος επιληψία, που, σύμφωνα με παλαιότερη αντίληψη, οφειλόταν στην βλαβερή επίδραση τής Σελήνης και τών φάσεών της … Dictionary of Greek
σεληνιασμοῖς — σεληνιασμός epilepsy masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σεληνιασμοῦ — σεληνιασμός epilepsy masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σεληνιασμόν — σεληνιασμός epilepsy masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σελήνη — (Αστρον.). Ο μοναδικός φυσικός δορυφόρος της Γης. Τα γενικά γνωρίσματα του ήταν γνωστά από την αρχαιότητα στους αστρονόμους, τα γεωλογικά όμως και φυσικά χαρακτηριστικά του μόλις τώρα αρχίζουν να αποκαλύπτονται με τα στοιχεία που πρόσφεραν οι… … Dictionary of Greek
αγγελόσκιασμα — το [αγγελοσκιάζω] 1. ψυχορράγημα 2. έντονος τρόμος 3. επιληψία, σεληνιασμός … Dictionary of Greek
εγγαριάτικος — ή, ό, Ν 1. φεγγαρέ νιος·2. μτφ. α) σεληνιαζόμενος β) ιδιότροπος·3. το ουδ. ως ουσ. το φεγγαριάτικο ο σεληνιασμός 4. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα φεγγαριάτικα οι ιδιοτροπίες, οι λόξες, οι παραξενιές κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < φεγγάρι + κατάλ.… … Dictionary of Greek
πτωματικός — ή, ό / πτωματικός, ή, όν, ΝΑ [πτῶμα, ατος] νεοελλ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πτώμα («πτωματική ακαμψία») αρχ. 1. ο επιληπτικός 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα πτωματικά τα φαινόμενα τής επιληψίας, ο σεληνιασμός … Dictionary of Greek
σεληναίος — α, ο / σεληναῑος, αία, ον, ΝΜΑ, και σεληνιαῑος, αία, ον, ΜΑ αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σελήνη, σεληνιακός («αἴγλη σεληναία», Απολλ. Ρόδ.) νεοελλ. μσν. 1. αυτός που έχει το σχήμα τής σελήνης ή τής ημισελήνου 2. το ουδ. ως ουσ. το… … Dictionary of Greek