-
1 σεληνιασμοίς
-
2 σεληνιασμοῖς
См. также в других словарях:
σεληνιασμοῖς — σεληνιασμός epilepsy masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 σεληνιασμοίς
2 σεληνιασμοῖς
σεληνιασμοῖς — σεληνιασμός epilepsy masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)