Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

σελαγῶ

  • 1 σελαγώ

    σελάσσομαι
    glow: aor subj mp 1st sg (attic epic doric)
    σελαγέω
    enlighten: pres subj act 1st sg (attic epic doric)
    σελαγέω
    enlighten: pres ind act 1st sg (attic epic doric)

    Morphologia Graeca > σελαγώ

  • 2 σελαγῶ

    σελάσσομαι
    glow: aor subj mp 1st sg (attic epic doric)
    σελαγέω
    enlighten: pres subj act 1st sg (attic epic doric)
    σελαγέω
    enlighten: pres ind act 1st sg (attic epic doric)

    Morphologia Graeca > σελαγῶ

См. также в других словарях:

  • σελαγώ — σελαγῶ, έω, ΝΑ εκπέμπω φως, ακτινοβολώ, φεγγοβολώ αρχ. 1. φωτίζω κάτι («ἀκτὶς ἀελίω σελάγεσκε... γαῑαν», Υμν. Ισ.) 2. παθ. σελαγοῡμαι, έομαι α) λάμπω, φέγγω β) καίγομαι («κεἴπερ λάβοιτο τῶν νέων τὸ πῡρ ἅπαξ, σελαγοῑντ ἂν εὐθύς», Αριστοφ.).… …   Dictionary of Greek

  • σελαγῶ — σελάσσομαι glow aor subj mp 1st sg (attic epic doric) σελαγέω enlighten pres subj act 1st sg (attic epic doric) σελαγέω enlighten pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ασελάγητος — η, ο (Μ ἀσελάγητος, ον) ο σκοτεινός. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + σελαγώ < σέλας «φως, λάμψη»] …   Dictionary of Greek

  • σέλαγος — άγεος, τὸ, Α συνεχής ζωηρή λάμψη, φωτοβολή. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. από το ρ. σελαγῶ*] …   Dictionary of Greek

  • σαλαγώ — σαλαγῶ, έω, ΝΑ, και σαλαγάω Ν 1. (αμτβ.) (για πλήθος ανθρώπων ή για αγέλη ζώων) αναδίδω υπόκωφη βοή 2. (μτβ.) οδηγώ τα βοσκήματα στην βοσκή ή στην στάνη με δυνατές φωνές («τα πρόβατα στής ρεματιάς το πλάι σαλαγώντας», Κρυστ.) αρχ. 1. κροτώ ή… …   Dictionary of Greek

  • σελάγησις — ήσεως, ἡ, Μ [σελαγῶ] σελαγή, λάμψη …   Dictionary of Greek

  • σελαγή — ἡ, Α [σελαγῶ] η λάμψη …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»