-
1 σεκουνδαρούδης
σεκουνδαρούδης, ὁ, of a gladiator,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σεκουνδαρούδης
См. также в других словарях:
σεκουνδαρούδης — ὁ, Α (για ξιφομάχο) ξακουστός για την επιδεξιότητά του στην ξιφομαχία. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. secunda rude «με τη δεύτερη σπαθιά» + κατάλ. ούδης] … Dictionary of Greek