1 σέκουα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σέκουα
σεκουάνη — Α βλ. σεκουάνα … Dictionary of Greek
σεκουάνα — και σεκουάνη Α (κατά τον Ησύχ.) «ἐλαίας εἶδος. Λάκωνες». [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. σικύα] … Dictionary of Greek