-
1 σεισοπυγίς
σεισοπυγίςfem nom sg -
2 σεισοπυγίς
(-ίδος) η см. σουσουράδα -
3 σεισοπυγίς
A = ἴυγξ (cf. κιναίδιον), Cyran.97, Suid. s.v. κίγχλος, Sch.Theoc.2.17:—[var] Dim. [suff] σεισο-πύγιον, τό, Cyran. l.c., Tz.H.11.577.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σεισοπυγίς
-
4 σεισοπῡγίς
σεισο-πῡγίς, ἡ, die Bachstelze, in Niedersachsen der Wippsterz, der Natur eben so treu nachgebildet, wie das griech. Wort -
5 σεισοπυγίδα
σεισοπυγίςfem acc sg -
6 σεισοπυγίδος
σεισοπυγίςfem gen sg -
7 σεισ-ούρα
σεισ-ούρα, ἡ, = σεισοπυγίς, wird bezw.
-
8 трясогузка
зоол. η σεισοπυγίς, разг. η σουσουράδα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > трясогузка
-
9 κιναίδιον
κῐναίδ-ιον, τό,A = ἴυγξ, Hsch., Phot.; = σεισοπυγίς, Sch.Theoc.2.17.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κιναίδιον
-
10 ἐγκίλλαφον
Grammatical information: ?Origin: XX [etym. unknown]Etymology: One compares κιλλός `grey' ( κίλλος "the Grey one", i. e. `donkey'), or κίλλουρος σεισοπυγίς N. (= `wryneck'), s. vv. On - φος s. Chantraine Formation 264.Page in Frisk: 1,438-439Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἐγκίλλαφον
-
11 κίλλ(ο)υρος
Grammatical information: ?Meaning: σεισοπυγίς (`wagtail') H.Other forms: - υρος ms.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]Etymology: Acc. to Schrader BB 15, 127f. to a Baltic word for `wagtail', Lith. kíelė, Latv. ciẽlava, OPr. kylo, which is itself derived from a verb `move' (s. κινέω, κίω); Lith. kíelė could be identical with Gr. *κίλλα \< *κιλ-ι̯α. - Or was the wagtail simply called after its grey colour; s. on κιλλός. In both cases the second member would be οὑρά `tail'; but the -o- is a conjecture. DELG connects κίγκλος, analyzing *κελ-κλος, which is completely in the air. - On unclear Lat. mōtacilla `the white wagtail' s. W.-Hofmann s. v. - The word may well be Pre-Greek.Page in Frisk: 1,853Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κίλλ(ο)υρος
См. также в других словарях:
σεισοπυγίς — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σεισοπυγίδα — σεισοπυγίς fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σεισοπυγίδος — σεισοπυγίς fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ίυγξ — Μυθολογικό πρόσωπο, κόρη του Πάνα και της Ηχούς. Ήταν θεράπαινα της κόρης του Ινάχου, Ιούς, και έμπειρη σε φάρμακα και μαγείες που υποδαύλιζαν τον έρωτα, τα οποία χρησιμοποίησε για να προσελκύσει το ενδιαφέρον του Δία για την Ιώ. Σύμφωνα με την… … Dictionary of Greek
σουσουράδα — Κοινό όνομα μερικών μικρών στρουθιόμορφων πουλιών της οικογένειας των Σεισοπυγιδών. Ανάλογα με τα είδη, τα πουλιά αυτά, με τα κομψά σχήματα και με τις πολύ χαριτωμένες συχνά κινήσεις, λέγονται καλάνδρες, άνθη και χορευτές: το τελευταίο όνομα, και … Dictionary of Greek
πυγή — η, ΝΑ 1. Ο πρωκτός μαζί με τους γλουτούς, ο πισινός, τα πισινά, ο κώλος (α. «ἐγὼ δὲ σ ἐξελῶ σε τῆς πυγῆς θύραζε κύβδα», Αριστοφ. β. «παίων καὶ παιόμενον νάρθηκι εἰς τὰς πυγάς», Λουκ.) 2. η ουρά («σεισοπυγίς... παρὰ τὸ σείειν τὴν πυγήν, ὅ ἐστι τὴν … Dictionary of Greek
σεισοπυγίδα — η / σεισοπυγίς, ίδος, ΝΜΑ ζωολ. λόγια ελληνική ονομασία τών πτηνών τού γένους motacilla, κν. σουσουράδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σεισ τού σείω* + πυγή «οπίσθια» + επίθημα ίς] … Dictionary of Greek
σεισοπύγιον — τὸ, ΜΑ [σεισοπυγίς] (υποκορ. τ.) μικρή σεισοπυγίδα … Dictionary of Greek