Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

σεισοπυγίς

См. также в других словарях:

  • σεισοπυγίς — fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σεισοπυγίδα — σεισοπυγίς fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σεισοπυγίδος — σεισοπυγίς fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ίυγξ — Μυθολογικό πρόσωπο, κόρη του Πάνα και της Ηχούς. Ήταν θεράπαινα της κόρης του Ινάχου, Ιούς, και έμπειρη σε φάρμακα και μαγείες που υποδαύλιζαν τον έρωτα, τα οποία χρησιμοποίησε για να προσελκύσει το ενδιαφέρον του Δία για την Ιώ. Σύμφωνα με την… …   Dictionary of Greek

  • σουσουράδα — Κοινό όνομα μερικών μικρών στρουθιόμορφων πουλιών της οικογένειας των Σεισοπυγιδών. Ανάλογα με τα είδη, τα πουλιά αυτά, με τα κομψά σχήματα και με τις πολύ χαριτωμένες συχνά κινήσεις, λέγονται καλάνδρες, άνθη και χορευτές: το τελευταίο όνομα, και …   Dictionary of Greek

  • πυγή — η, ΝΑ 1. Ο πρωκτός μαζί με τους γλουτούς, ο πισινός, τα πισινά, ο κώλος (α. «ἐγὼ δὲ σ ἐξελῶ σε τῆς πυγῆς θύραζε κύβδα», Αριστοφ. β. «παίων καὶ παιόμενον νάρθηκι εἰς τὰς πυγάς», Λουκ.) 2. η ουρά («σεισοπυγίς... παρὰ τὸ σείειν τὴν πυγήν, ὅ ἐστι τὴν …   Dictionary of Greek

  • σεισοπυγίδα — η / σεισοπυγίς, ίδος, ΝΜΑ ζωολ. λόγια ελληνική ονομασία τών πτηνών τού γένους motacilla, κν. σουσουράδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σεισ τού σείω* + πυγή «οπίσθια» + επίθημα ίς] …   Dictionary of Greek

  • σεισοπύγιον — τὸ, ΜΑ [σεισοπυγίς] (υποκορ. τ.) μικρή σεισοπυγίδα …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»