-
1 σεισμος
-
2 σεισμός
ὁ σεισμός землетрясение (ср. сейсмология) -
3 σεισμός
{сущ., 14}тряска, землетрясение, волнение на море.Ссылки: Мф. 8:24; 24:7; 27:54; 28:2; Мк. 13:8; Лк. 21:11; Деян. 16:26; Откр. 6:12; 8:5; 11:13, 19; 16:18.*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > σεισμός
-
4 σεισμός
{сущ., 14}тряска, землетрясение, волнение на море.Ссылки: Мф. 8:24; 24:7; 27:54; 28:2; Мк. 13:8; Лк. 21:11; Деян. 16:26; Откр. 6:12; 8:5; 11:13, 19; 16:18.*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > σεισμός
-
5 σεισμὸς
землетрясениешторм σεισμόςΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > σεισμὸς
-
6 σεισμός
землетрясениеσεισμὸςΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > σεισμός
-
7 σεισμός
ο землетрясение -
8 σεισμός
тряска, землетрясение, волнение (на море).Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > σεισμός
-
9 σεισμός
-
10 σεισμός
[сизмос] ουσ α землетрясение. -
11 αποστελλω
1) отправлять, посылать(πρός τινα Her.; πρεσβείαν Thuc.; ἀποστόλους Dem.)
οἱ ἀποσταλέντες στρατεύεσθαι Her. — посланные сражаться2) отсылать (обратно), отпускать(τινὰ πρὸς ναῦν πάλιν Soph.; ἀγγέλους Xen.)
3) отправлять в изгнание, изгонять(τινὰ γῆς Soph.; ἔξω χθονός Eur.; ἐκ τῆς πόλεως Plat.)
; pass. быть изгоняемым Eur. и удаляться, уходить(ἐκ τῶν ἐμπορίων Dem.)
ὡς ἀπεστάλη Soph. — с тех пор, как он уехал4) отбрасывать, подбирать(ἱμάτια ἀπό τινος Arph.)
5) гнать назад, отгонять(ὅ σεισμὸς ἀποστέλλει τέν θάλατταν Thuc.)
-
12 επικλιντης
-
13 κατερειπω
Diod. κατερειπόω (aor. 1 κατήρειψα, aor. 2 κατήρῐπον, pf. κατερήρῐπα; pf. pass. κατερήρειμμαι)1) разрушать, сокрушать(κατά μιν ἐρείπει πῦρ τε καὴ ὀξὺς Ἄρης Her.; σεισμος κατερείπων Plut.; καπνῷ κατερείπεσθαι Eur.)
2) губить(τινά Plut.)
3) (с aor. 2) рушиться, погибать(τεῖχος κατερήριπεν Hom.)
κατήριπε ἐς ὕδωρ Theocr. — он утонул -
14 μεγας
μεγάλη, μέγα (gen. μεγάλου, μεγάλης, μεγάλου; compar. μείζων - NT. тж. μεζότερος, superl. μέγιστος)1) большой, огромный(σθένος Hom.; πλοῦτος Aesch.)
; огромный, многочисленный(ἀγέλη NT.)
; рослый(καλός τε μ. τε Hom.)
; крупный(σῦς Hom.; αἰετός Pind.)
2) взрослыйὅτε μ. ἐσσί Hom. — так как ты (уже) взрослый
3) высокий(οὐρανός, πύργος, ὄρος Hom.; δένδρον NT.)
4) широкий, обширный(πέλαγος, αἰγιαλός Hom.)
; просторный, вместительный(αὐλή Hom.)
5) длинный или глубокий(τάφρος Hom.)
6) сильный, мощный(ἄνεμος, ἰαχή Hom.; σεισμός NT.)
; громкий, немолкнущий(μῦθος Soph.)
7) великий(Ζεύς Aesch.)
μεγάλαι θεαί Soph. — великие богини, т.е. Деметра и Персефона;οἱ μεγάλοι Δαναοί Soph. — данайские вожди8) важный, значительный9) высокопарный, пышныйμέ μέγα λέγε Plat. — не говори громких слов
10) высокомерный, гордыйφρονεῖ, ὡς γυνή, μέγα Soph. — (Иокаста) полна женской гордости - см. тж. μείζων, μέγιστον и μέγιστος
-
15 μυκητιας
-
16 παλματιας
-
17 ρηκτης
-
18 τερας
1) знамение, чудесная примета, предвестник(ἢ πολέμοιο ἢ καὴ χειμῶνος Hom.; τέρατα καὴ σημεῖα NT.; σεισμὸς ἐν τῇ Σκυθικῇ τ. νενόμισται Her.)
2) чудовищеἍιδου ἀπρόσμαχον τ. Soph. = Κέρβερος;
οὔρειον τ. Eur. = Σφῖγξ3) диковина, диво, тж. небылица, нелепость(τ. λέγειν Plat.)
-
19 χασματιας
-
20 ωστης
- 1
- 2
См. также в других словарях:
σεισμός — shaking masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σεισμός — Κατάσταση σφοδρής και ταχύτατης δόνησης μεγάλων ή μικρών τμημάτων του φλοιού της Γης, που προέρχεται από ενδογενή αίτια. Όταν σε μια ζώνη του εσωτερικού της Γης συμβεί μια απρόβλεπτη διατάραξη της ισοστατικής ισορροπίας των μαζών, με σύγχρονη… … Dictionary of Greek
σεισμός — ο 1. δόνηση της γης: Ηφαιστειογενής σεισμός. – Επίκεντρο του σεισμού. 2. σείσιμο, κούνημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σεισμοῖο — σεισμός shaking masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σεισμοῖς — σεισμός shaking masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σεισμοῖσι — σεισμός shaking masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σεισμοῖσιν — σεισμός shaking masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σεισμοί — σεισμός shaking masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σεισμοῦ — σεισμός shaking masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σεισμούς — σεισμός shaking masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σεισμῶν — σεισμός shaking masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)