-
1 σεισμός
[сизмос] ουσ. а. землетрясение.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > σεισμός
-
2 землетрясение
-
3 землетрясение
ο σεισμός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > землетрясение
-
4 землетрясение
землетрясениес ὁ σεισμός, ἡ σεισμική δόνηση [-ις]. -
5 землетрясение
[ζιεμλιτρισιένιιε] ουσ. θ. σεισμός -
6 землетрясение
[ζιεμλιτρισιένιιε] ουσ θ σεισμός -
7 землетрясение
-я ουδ.σεισμός•пострадавшие от -я οι σεισμοπαθείς, σεισμόπληκτοι.
-
8 произойти
-зойдёт, παρλθ. χρ. произошёл-шла, -шло, μτχ. παρλθ. χρ. происшедший, επίρ. μτχ. происшедши κ. произойдя ρ.σ.1. συμβαίνω, γίνομαι, λαβαίνω χώρα•-шло землятрясение έγινε σεισμός•
никто не знает, что -шло κανένας δεν ξέρει τι συνέβηκε.
2. προέρχομαι, προκύπτω•пожар -шёл от неосто-рожносги с огнм η πυρκαγιά προήλθε από απροσεξία με τη φωτιά.
3. συντελούμαι, επέρχομαι•в нём -шла большая перемена σ αυτόν επήλθε μεγάλη αλλαγή.
-
9 разрушить
-шу, -шешьρ.σ.μ.1. καταστρέφω• κατερειπώνω• ερημώνω, ρημάζω•землетрясение -ло город ο σεισμός κατέστρεψε την πόλη.
2. μτφ. εξαρθρώνω, χαρβαλιάζω, ξεχαρβαλώνω• διαλύω, αποσυνθέτω•разрушить хозяйство καταστρέφω το νοικοκυριό•
разрушить государственный аппарат εξαρθρώνω τον κρατικό μηχανισμό.
3. ανατρέπω, χαλνώ•разрушить его планы χαλνώ τα σχέδια του.
|| βλάπτω, φθείρω•разрушить здоровье καταστρέφω την υγεία.
1. καταστρέφομαι, κατεδαφίζομαι• γκρεμίζομαι• χαλνιέμαι. || ερημώνομαι• ερειπώνομαι.2. εξαρθρώνομαι, ξε-χαρβαλιάζομαι.3. μτφ. ανατρέπομαι, χαλνιέμαι•планы -лись τα σχέδια χάλασαν..
βλάπτομαι, φθείρομαι•здоровье -лось η υγεία καταστράφηκε.
-
10 трус
См. также в других словарях:
σεισμός — shaking masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σεισμός — Κατάσταση σφοδρής και ταχύτατης δόνησης μεγάλων ή μικρών τμημάτων του φλοιού της Γης, που προέρχεται από ενδογενή αίτια. Όταν σε μια ζώνη του εσωτερικού της Γης συμβεί μια απρόβλεπτη διατάραξη της ισοστατικής ισορροπίας των μαζών, με σύγχρονη… … Dictionary of Greek
σεισμός — ο 1. δόνηση της γης: Ηφαιστειογενής σεισμός. – Επίκεντρο του σεισμού. 2. σείσιμο, κούνημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σεισμοῖο — σεισμός shaking masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σεισμοῖς — σεισμός shaking masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σεισμοῖσι — σεισμός shaking masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σεισμοῖσιν — σεισμός shaking masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σεισμοί — σεισμός shaking masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σεισμοῦ — σεισμός shaking masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σεισμούς — σεισμός shaking masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σεισμῶν — σεισμός shaking masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)