-
1 σεισμοίς
-
2 σεισμοῖς
См. также в других словарях:
σεισμοῖς — σεισμός shaking masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 σεισμοίς
2 σεισμοῖς
σεισμοῖς — σεισμός shaking masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)