Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

σεισματίας

См. также в других словарях:

  • σεισματίας — σεισματίᾱς , σεισματίας shaking masc acc pl σεισματίᾱς , σεισματίας shaking masc nom sg (attic epic doric aeolic) σεισματίᾱς , σεισματίης masc acc pl σεισματίᾱς , σεισματίης masc nom sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σεισματίας — ὁ, Α 1. (για σεισμό) αυτός που έχει παλμική κίνηση 2. φρ. «σεισματίας τάφος» τάφος σε ερείπια που δημιούργησε ο σεισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < σεῖσμα, ατος + επίθημα ίας (πρβλ. κτηματ ίας)] …   Dictionary of Greek

  • σεισματίαν — σεισματίᾱν , σεισματίας shaking masc acc sg (attic epic doric aeolic) σεισματίας shaking masc acc sg σεισματίᾱν , σεισματίης masc acc sg (attic epic doric aeolic) σεισματίης masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»