-
1 σειρά
σειρά, ἡ, ion. σειρή, Seil, Strick, Schnur, Band; σ. εὔπλεκτος und πλεκτή, Il. 23, 115 Od. 22, 175. 192; auch eine Kette, σ. χρυσείη, Il. 8, 19. 25, vgl. Plat. Theaet. 153 c; Luc. D. D. 21, 1 Hermot. 3 u. oft. – Ein Fangstrick mit einer Schlinge, womit Skythen u. Parther die Feinde niederrissen u. fortzogen, Her. 7, 85; Paus. 1, 21, 8. – Auch = σειρίασις, Hippiatr.
-
2 σειρά
σειρά, ἡ, Seil, Strick, Schnur; auch eine Kette. Ein Fangstrick mit einer Schlinge, womit Skythen u. Parther die Feinde niederrissen u. fortzogen -
3 σειρᾱ-φόρος
σειρᾱ-φόρος, ion. σειρηφόρος, Lob. Phryn. 645, – 1) seiltragend; gew. ὁ σειραφόρος, mit u. ohne ἵππος, das Pferd, das am Seil, an der Leine, nicht im Joche zieht, das Handpferd, das neben dem in's Joch gespannten, od., wie wir sagen, »auf der Wildbahn« geht; das Viergespann hatte in der Mitte zwei ζύγιοι, daneben zwei σειραφόροι, auf jeder Seite einen; πῶλοι, Eur. I. A. 223; ζεύξω βαρείαις οὔτι μὴ σειραφόρον κριϑῶντα πῶλον, Aesch. Ag. 1624; übertr., ζευχϑεὶς ἕτοιμος ἦν ἐμοὶ σειραφόρος, 816, ein Genosse; Ar. Nubb. 1282; eben so κάμ ηλος σ., Her. 3, 102, u. ὄνος. – 2) einen Fallstrick od. Fangstrick tragend (s. σειρά), so hießen die Parther, Suid.
-
4 σειρᾱφόρος
σειρᾱ-φόρος, (1) seiltragend; gew. ὁ σειραφόρος, mit u. ohne ἵππος, das Pferd, das am Seil, an der Leine, nicht im Joche zieht, das Handpferd, das neben dem ins Joch gespannten, od., wie wir sagen, 'auf der Wildbahn' geht; das Viergespann hatte in der Mitte zwei ζύγιοι, daneben zwei σειραφόροι, auf jeder Seite einen; übertr., ζευχϑεὶς ἕτοιμος ἦν ἐμοὶ σειραφόρος, 816, ein Genosse; (2) einen Fallstrick od. Fangstrick tragend, so hießen die Parther -
5 cimussa
-
6 cimussatio
cimussātio, ōnis, f. (cimusso) = ἡ σειρὰ τοῦ βιῤῥοῦ, die Umgürtung mit dem Stricke, Dosith. 64, 8 K.
-
7 πλεκτή
-
8 σειρός [2]
σειρός, heiß, hitzig, brennend, bes. von der Sonnen-u. Sommerhitze, sommerlich; dah. ἡ σειρά, sc. ἐσϑής, u. τὸ σειρόν, sc. ἱμάτιον, ein leichtes Sommerkleid, VLL.; Suid. leitet das Wort von σείρ, σειρός, = ἥλιος her; wahrscheinlich verwandt mit ϑέρος, was dorisch σέρος lauten konnte, u. so σείριος = ϑέριος, ϑερινός, wie bei uns Sonne u. Sommer verwandt sind.
-
9 σειράς
-
10 σειράδιον
-
11 σειρίς
-
12 δεξιό-σειρος
δεξιό-σειρος, ἵππος, das Pferd im Viergespann, welches nicht wie die beiden mittleren am Joch, sondern am Seil ( σειρά) zog; es wurden dazu die besten Pferde genommen, weil in der Rennbahn linkshin umgelenkt wurde, das rechte Pferd also den größten Bogen machen mußte; so heißt Ἄρης Soph. Ant. 140, als muthiger u. kräftiger Genosse.
-
13 μίττος
-
14 cimussa
-
15 cimussatio
cimussātio, ōnis, f. (cimusso) = ἡ σειρὰ τοῦ βιῤῥοῦ, die Umgürtung mit dem Stricke, Dosith. 64, 8 K.Ausführliches Lateinisch-deutsches Handwörterbuch > cimussatio
-
16 αράδα
η [σειρά]Reihe f -
17 σειρός
См. также в других словарях:
σειρά — σειρά̱ , σειρά cord fem nom/voc/acc dual σειρά̱ , σειρά cord fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σειρᾷ — σειρά cord fem dat sg (attic doric aeolic) σειράω bind pres subj mp 2nd sg σειράω bind pres ind mp 2nd sg (epic) σειράω bind pres subj act 3rd sg σειράω bind pres ind act 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σειρά — η, ΝΜΑ, και ιων. τ. σειρή, και δωρ. τ. σηρά, Α νεοελλ. 1. αλληλουχία πραγμάτων, συμβάντων, καταστάσεων ή όρων κατά ορισμένη τάξη (α. «σειρά αριθμών» β. «σειρά κατευθυνόμενων ενεργειών» γ. «αλφαβητική σειρά») 2. συνεχής παράταξη ομοειδών πραγμάτων … Dictionary of Greek
σειρά — η 1. ορισμένη διάταξη πραγμάτων ή γεγονότων: Χρονολογική σειρά. – Μας τα διηγήθηκε όλα με τη σειρά. – Μπήκαν όλοι στη σειρά και περίμεναν. 2. στίχος, αράδα: Μας έδωσε δέκα σειρές για ορθογραφία. 3. σύνολο ομοειδών πραγμάτων: Σειρά βιβλίων. – Μου… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σειρᾶ — σειράω bind pres subj act 1st sg (doric aeolic) σειράω bind pres ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κούλμια σειρά — Σειρά στρωμάτων που αναπτύσσεται γύρω από τα σχιστολιθικά όρη της περιοχής του Ρήνου και αντιστοιχεί προς τη δινάντιο σειρά ή την κατώτερη λιθανθρακοφόρο υποδιάπλαση του παλαιοζωικού αιώνα. Τα στρώματα της κ.σ. είναι θαλασσογενή, αποτελούνται… … Dictionary of Greek
εμσέριος σειρά — Μία από τις πέντε σειρές στρωμάτων στις οποίες υποδιαιρείται η ανώτερη κρητιδική ή νεοκρητιδική υποδιάπλαση. Χαρακτηριστικά της πετρώματα είναι οι γλαυκονιτικές, ασβεστολιθικές ή αργιλώδεις μάργες, που συναντώνται ιδιαίτερα στην περιοχή του… … Dictionary of Greek
στίχος — Σειρά από συλλαβές με μεταβλητό αριθμό, ρυθμικά τακτοποιημένες κατά αρμονικές περιόδους. Ο ρυθμός που προκύπτει οφείλεται στην κατάλληλη εναλλαγή ισχυρών (άρση) και ασθενών χρόνων (θέση), που μπορεί να γίνει ή με το ποσοτικό (προσωδιακό) σύστημα … Dictionary of Greek
οικονομικός κύκλος — Σειρά εναλλασσόμενων φάσεων ανάπτυξης και συστολής της οικονομικής δραστηριότητας από άποψη κέρδους και απασχόλησης. Για πρώτη φορά στην οικονομική φιλολογία διατύπωσε σκέψεις σχετικά με τον ο.κ., το 1828, ο Ουίλαρντ Φίλιπς· μόνο όμως το 1860… … Dictionary of Greek
εμπλουτισμός — Σειρά ενεργειών οι οποίες ασκούνται σε ένα μείγμα για να αυξηθεί το επί τοις % ποσό της χρήσιμης ουσίας, με σκοπό να γίνει δυνατή η εξαγωγή της με τις πιο απλές και οικονομικές μεθόδους. Οι πιο αξιοσημείωτοι ε. είναι οι σχετικοί με τα ορυκτά, που … Dictionary of Greek
ακτινίδες — Σειρά σπάνιων γαιών, που στο περιοδικό σύστημα ακολουθεί το ακτίνιο και από αυτό παίρνει την ονομασία της. Τα νέα στοιχεία, όλα ραδιενεργά, μερικά από τα οποία υπάρχουν στη φύση (θόριο, ουράνιο) και άλλα είναι προϊόντα του εργαστηρίου, είναι αυτά … Dictionary of Greek