Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

σειρά

  • 121 переносить

    переносить
    несов
    1. μεταφέρω, μετακομίζω:
    \переносить слово на другую строку́ μεταφέρω τήν λέξη σέ ἄλλη σειρά·
    2. (на другой срок) ἀναβάλλω, μεταφέρω·
    3. (выносить, переживать) περνώ, ὑπο-<ρέρ(ν)ω, δοκιμάζω.

    Русско-новогреческий словарь > переносить

  • 122 подряд

    подряд I
    м ἡ ἐργολαβία, ἡ ἐργοληψία.
    подряд II
    нареч στή σειρά, συνέχεια, συνεχώς:
    два дня \подряд δυό μέρες συνέχεια (или κατά σειράν) брать все \подряд τά παίρνω ὀλα χωρίς νά διαλέγω.

    Русско-новогреческий словарь > подряд

  • 123 подшивка

    подшивка
    ж
    1. (действие) τό ντύσιμο, ἡ κρασπέδωση, τό ράψιμο[ν] / τό κράσ-πεδο[ν], τό φοδράρισμα (подкладки)·
    2. (у платья) ὁ γόρος·
    3. (газет, бумаг) ἡ σειρά, ἡ συλλογή.

    Русско-новогреческий словарь > подшивка

  • 124 поочередно

    поочередно
    нареч μέ τή σειρά, ἀλλη-λοδιαδόχως.

    Русско-новогреческий словарь > поочередно

  • 125 последовательность

    последовательность
    ж
    1. (порядок) ἡ σειρά, ἡ τάξη [-ις]:
    \последовательность времен грам. ἡ διαδοχή των χρόνων
    2. (логичность) ἡ συνέπεια, ὁ λογικός εἰρμός, ἡ ἀκολουθία, ἡ συνοχή:
    без \последовательностьостн ἀνακόλουθος, χωρίς συνέπεια.

    Русско-новогреческий словарь > последовательность

  • 126 расположение

    расположен||ие
    с
    1. (действие) ἡ τοπο-θέτηση [-ις]:
    \расположение лагерем воен. ἡ στρατοπέ-δευση [-ις], ὁ καταυλισμός·
    2. (местоположение) ἡ θέση [-ις], ἡ τοποθεσία:
    \расположение са́да ἡ θέση τοῦ κήπου·
    3. воен. (район размещения войск) ἡ διάταξη:
    проникнуть в \расположение противника είσχωρώ στή διάταξη τοῦ ἐχθροῦ·
    4. (порядок размещения) ἡ σειρά, ἡ διάταξη:
    \расположение комнат ἡ διάταξη των δωματίων \расположение месторождений геол. ἡ διάταξη τῶν κοιτασμάτων
    5. (симпатия) ἡ εὔνοια, ἡ συμπάθεια:
    чувствовать κ кому-л, \расположение αἰσθάνομαι συμπάθεια γιά κάποιον пользоваться чьйм-л, \расположениеием ἔχω τήν εὔνοια κάποιου·
    6. (наклонность) ἡ προδιαθεση [-ιςϊ ◊ быть в хорошем \расположениеии ду́ха ἔχω κέφι, ἔχω διάθεση· быть в плохом \расположениеии ду́ха δέν ἔχω κέφι.

    Русско-новогреческий словарь > расположение

  • 127 расстановка

    расстановк||а
    ж ἡ τοποθέτηση [-ις], ἡ διάταξη:
    \расстановка сил ἡ διάταξη των δυνάμεων \расстановка кадров ἡ κατανομή τῶν στελεχών \расстановка слов в предложении ἡ σειρά (или ἡ διάταξη) τών λέξεων \расстановка книг ἡ τακτοποίηση τών βιβλίων ◊ говорить с \расстановкаой (ό)μιλώ ἀργά, (ό)μιλῶ χωρίς βιάση.

    Русско-новогреческий словарь > расстановка

  • 128 риф

    риф I
    м ἡ ὕφαλος, ἡ ξέρα:
    коралловые \рифы οἱ κοραλλιογενείς Οφαλοι.
    риф II
    м мор. ἡ μούδα, ἡ σειρά:
    брать \рифы μουδάρω, πιάνω μοϋδες, σει-ροδετώ.

    Русско-новогреческий словарь > риф

См. также в других словарях:

  • σειρά — σειρά̱ , σειρά cord fem nom/voc/acc dual σειρά̱ , σειρά cord fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σειρᾷ — σειρά cord fem dat sg (attic doric aeolic) σειράω bind pres subj mp 2nd sg σειράω bind pres ind mp 2nd sg (epic) σειράω bind pres subj act 3rd sg σειράω bind pres ind act 3rd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σειρά — η, ΝΜΑ, και ιων. τ. σειρή, και δωρ. τ. σηρά, Α νεοελλ. 1. αλληλουχία πραγμάτων, συμβάντων, καταστάσεων ή όρων κατά ορισμένη τάξη (α. «σειρά αριθμών» β. «σειρά κατευθυνόμενων ενεργειών» γ. «αλφαβητική σειρά») 2. συνεχής παράταξη ομοειδών πραγμάτων …   Dictionary of Greek

  • σειρά — η 1. ορισμένη διάταξη πραγμάτων ή γεγονότων: Χρονολογική σειρά. – Μας τα διηγήθηκε όλα με τη σειρά. – Μπήκαν όλοι στη σειρά και περίμεναν. 2. στίχος, αράδα: Μας έδωσε δέκα σειρές για ορθογραφία. 3. σύνολο ομοειδών πραγμάτων: Σειρά βιβλίων. – Μου… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σειρᾶ — σειράω bind pres subj act 1st sg (doric aeolic) σειράω bind pres ind act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κούλμια σειρά — Σειρά στρωμάτων που αναπτύσσεται γύρω από τα σχιστολιθικά όρη της περιοχής του Ρήνου και αντιστοιχεί προς τη δινάντιο σειρά ή την κατώτερη λιθανθρακοφόρο υποδιάπλαση του παλαιοζωικού αιώνα. Τα στρώματα της κ.σ. είναι θαλασσογενή, αποτελούνται… …   Dictionary of Greek

  • εμσέριος σειρά — Μία από τις πέντε σειρές στρωμάτων στις οποίες υποδιαιρείται η ανώτερη κρητιδική ή νεοκρητιδική υποδιάπλαση. Χαρακτηριστικά της πετρώματα είναι οι γλαυκονιτικές, ασβεστολιθικές ή αργιλώδεις μάργες, που συναντώνται ιδιαίτερα στην περιοχή του… …   Dictionary of Greek

  • στίχος — Σειρά από συλλαβές με μεταβλητό αριθμό, ρυθμικά τακτοποιημένες κατά αρμονικές περιόδους. Ο ρυθμός που προκύπτει οφείλεται στην κατάλληλη εναλλαγή ισχυρών (άρση) και ασθενών χρόνων (θέση), που μπορεί να γίνει ή με το ποσοτικό (προσωδιακό) σύστημα …   Dictionary of Greek

  • οικονομικός κύκλος — Σειρά εναλλασσόμενων φάσεων ανάπτυξης και συστολής της οικονομικής δραστηριότητας από άποψη κέρδους και απασχόλησης. Για πρώτη φορά στην οικονομική φιλολογία διατύπωσε σκέψεις σχετικά με τον ο.κ., το 1828, ο Ουίλαρντ Φίλιπς· μόνο όμως το 1860… …   Dictionary of Greek

  • εμπλουτισμός — Σειρά ενεργειών οι οποίες ασκούνται σε ένα μείγμα για να αυξηθεί το επί τοις % ποσό της χρήσιμης ουσίας, με σκοπό να γίνει δυνατή η εξαγωγή της με τις πιο απλές και οικονομικές μεθόδους. Οι πιο αξιοσημείωτοι ε. είναι οι σχετικοί με τα ορυκτά, που …   Dictionary of Greek

  • ακτινίδες — Σειρά σπάνιων γαιών, που στο περιοδικό σύστημα ακολουθεί το ακτίνιο και από αυτό παίρνει την ονομασία της. Τα νέα στοιχεία, όλα ραδιενεργά, μερικά από τα οποία υπάρχουν στη φύση (θόριο, ουράνιο) και άλλα είναι προϊόντα του εργαστηρίου, είναι αυτά …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»