-
61 убрать
уберу, убершь, παρλθ χρ. убрал-ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. убранный, βρ: убран-а κ. -а, -о ρ.σ.μ.1. παίρνω•убрать со стола παίρνω τα πιατικά κλπ, από το τραπέζι (μετά το φαγητό).
|| βραχύνω, κοντεύω, μαζεύω, στενεύω, αφαιρώ το περίσσιο μέρος•убрать платье в талии μαζεύω το φόρεμα στη μέση•
-подол на два сантиметра κοντεύω τον ποδόγυρο κατά δυο πόντους.
2. αφαιρώ, βγάζω, περικόπτω, απορρίπτω (από κείμενο, έργο κ.τ.τ,).διώχνω, εκδιώκω•-ите его из комнаты πάρτε τον (βγάλτε τον) έξω από το δωμάτιο.
|| παίρνω για εξόντωση, εξοντώνω, φονεύω.3. συγκομίζω, συλλέγω, μαζεύω, σηκώνω•убрать вес хлеб с полей μαζεύω (σηκώνω) όλο το σιτάρι από τα χωράφια.
4. βγάζω, θέτω σε αδράνεια, σταματώ τη λειτουργία•убрать всла βγάζω τα κουπιά-убрать паруса μαζεύω τα πανιά (σκάφους).
5. τοποθετώ, βάζω•убрать бумаги в ящик παίρνω τα χαρτιά και τα βάζω στο συρτάρι.
|| μαζεώ, περιστέλλω•убери тво брюхо, мешает мне пройти μάζεψε την κοιλιά σου, με εμποδίζει να περάσω.
|| συμπερ ιλαβαίνω, κάνω να χωρέσει•все слова в одну строчку συμπερ ιλαβαίνω όλες τις λέξεις σε μια σειρά.
6. (απλ.) τρώγω, κατεβάζω•за троих убрать суп για τρεις θα φάω σούπα.
7. τακτοποιώ, συγυρίζω, διευθετώ, ευτρεπίζω•убрать постель συγυρίζω το κρεβάτι•
убрать комнату συγυρίζω το δωμάτιο.
|| παλ. στολίζω• καλοντύνω• λουσάρω. || καλλωπίζω, κοσμώ.1. φεύγω, αναχωρώ•он -лся от сюда αυτός έφυγε απ εδώ.
2. τελειώνω•вовремя, убрать с сенокосом έγκαιρα τελειώνω τη χορτοκοπή.
3. συγυρίζομαι, τακτοποιούμαι, διευθετούμαι, ευτρεπίζομαι.4. στολίζομαι, καλοντύνομαι, λουσάρομαι• καλλωπίζομαι.5. χωρώ, συμπεριλαβαίνομαι•все слова -лись в одну строчку όλες οι λέξεις συμπερ ιλήφτηκαν σε μια σειρά (γραμμή).
-
62 хвост
-а α.1. η ουρά•махать -ом κουνώ την ουρά•
конский хвост η αλογουρά.• коровий хвост η γελαδουρά•
собачий хвост η ουρά του σκύλου•
хвост ящерицы η ουρά της σαύρας•
хвост птиц η ουρά. των πουλιών•
распустить хвост (για πτηνά) ανοίγω την ουρά.
2. το πίσω μέρος γενικά•хвост самолта η ουρά του αεροπλάνου•
хвост комета η ουρά του κομήτη•
платье с -ом φόρεμα με ουρά (πολύ μακρύ, συρόμενο)•
хвост колонны η ουρά της φάλαγγας•
хвост редиски η ουρά του ρεπανιού.
3. η σειρά•хвост за билетами ουρά για εισιτήρια•
стоять в -е στέκομαι στη σειρά.
4. μτφ. υποχρέωση, οφειλή• εργασία μη περατωμένη• υπόλοιπο υποχρέωσης•ликвитация -ов εξάλειψη των οφειλών•
студенты сдают -ы οι φοιτητές δίνουν εξετάσεις που χρωστούν (που δεν πέρασαν στις προηγούμενες).
5. υπολείμματα, απορρίμματα, απομεινάδια ορυκτών.εκφρ.задрать — – σηκώνω (ψηλά) τη μύτη, το παίρνω επάνω μου• γίνομα.ι υπερόπτης•поджать (опустить, подвернуть) хвост – (απλ.) βάζω την ουρά στα σκέλη (συμμαζεύομαι, σωφρωνίζομαι, ταπεινώνομαι)•показать хвост – δείχνω τις πλάτες, φεύγω, το στρίβω•быть, идти – κ.τ.τ. в - είμαι ουραγός (τελευταίος)•схватить за хвост идею – πιάνω ξαφνικά την ιδέα (την κατάλληλη λύση)•быть (висеть) на -е – φτάνω κάπο ιον, προσεγγίζω•наступить на хвост коку – θίγω, προσβάλλω κάποιον (и) в хвост и в гриву (гнать, бить κλπ.) (απλ.) μ όλη τη δύναμη, μ όλα τα δυνατά, όσο μπορώ•насыпать соли на хвост кому – προξενώ δυσάρεστα σε κάποιον•не прищей кобыле – (απλ.) μη χώνεις τη μούρη σου ή την ουρά σου•псу под хвост – (απλ.) άδικα, μάταια, στα χαμένα. -
63 ход
-а (ходу), προθτ. в -е κ. в -у, на -е κ. на -у, πλθ. ходы κ. хода κ. хода α.1. (в -е, на -у)• κίνηση, μετακίνηση• βάδισμα• πορεία•ход вперд κίνηση προς τα μπρος•
ход поезда η κίνηση του τρένου•
тихий ход σιγανή κίνηση•
полным -ом μ όλη την ταχύτητα, (ναυτ.) πλησίστιος•
средний ход μέση ταχύτητα•
два часа -у δυο ώρες κίνησης ή πορείας•
дать ход передний, задний δίνω κίνηση μπρος, πίσω• κάνω μπρος, πίσω•
пустить в -βάζω μπρος• (σε κίνηση)•
работы идут полным -ом οι εργασίες γίνονται με ταχύτατους ρυθμούς•
всё пошло в ход όλα μπήκαν σε κίνηση•
на -у он приседал αυτός βάδιζε λίγο σκυφτά•
по -у узнавать кого από το βάδισμα γνωρίζω κάποιον.
|| η ταχύτητα•замедлить ход ελαττώνω την ταχύτητα.
|| παλ. • εκκλσ. πομπή• λιτανεία•крестный ход η περιφορά του σταυρού.
2. μτφ. εξέλιξη• πορεία•ход событий η εξέλιξη των γεγονότων•
ход сражения η εξέλιξη της μάχης•
постепенный ход βαθμιαία εξέλιξη•
ход исторического развития η πορεία της ιστορικής εξέλιξης.
3. λειτουργία•плавный ход мотора ομαλή (κανονική) λειτουργία του μοτέρ•
4. κίνηση με, δια•колсный ход η κίνηση με τροχούς•
гусеничный ход η κίνηση με ερπύστρια•
коляска на резиновом -у καροτσάκι με λαστιχένιες ρόδες.
5. κίνηση• ξεκίνημα (στο παίξιμο)•ход пешкой η κίνηση με το πιόνι•
ход тузом το παίξιμο με τον άσο.
|| η σειρά έναρξης•твой ход η σειρά σου (να παίξεις).
6. τρόπος, κόλπο, μανούβρα.7. (μουσ.)• μετάπτωση, πέρασμα, μεταλλαγή.8. είσοδος•ход парадный η κύρια είσοδος•
чрный ход η είσοδος υπηρεσίας, η πισόπορτα•
ход со двора είσοδος από την αυλή•
потайной ход κρυφή είσοδος•
комната с отдельным -ом δωμάτιο με ξεχωριστή (ιδιαίτερη) είσοδο.
|| δίοδος, πέρασμα, διάβαση•подземный ход υπόγεια βιάβαση.
|| μέρος πολυδιάβατο, με μεγάλη κίνηση.εκφρ.на -у – στα γρήγορα, στα πεταχτά•ход (ходы, ходы) • – (στρατ.) όρυγμα επικοινωνίας•полный -! – (παράγγελμα)• τάχιστα!•-ом! – (απλ.) γρήγορα, ταχιά•своим -ом – με το δικό μου τρόπο•дело идёт своим -ом – η υπόθεση ακολουθεί την πορεία της•- у дать – φεύγω το βάζω στα πόδια•дать ход – α) ξεκινώ, βάζω μπρος•шофр дал ход – ο σωφέρης ξεκίνησε, β) κατευθύνω στον κανονικό δρόμο•не дать -у – εμποδίζω την ανάπτυξη ικανοτήτων•пойти в - – πιάνω, διαδίδομαι, χρησιμοποιούμαι ευρύτατα.• пустить в ход βάζω σε χρήση, κυκλοφορία• εφαρμόζω•дело пошло в ход – η υπόθεση (η δουλειά) ξεκίνησε. -
64 актиноиды
хим. η σειρά του ακτινίου.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > актиноиды
-
65 анфилада
τα δωμάτια στη σειρά.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > анфилада
-
66 венец
1. стр. (сруба) η οριζόντια σειρά ξύλινων δοκαριών 2. маш. η στεφάνηзубчатый - οδοντωτή -, η οδόντωση3. (ореол) η άλως 4. (венок) το στεφάνι 5. астр. η άλως.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > венец
-
67 включать
1. (подавать питание на двигатель, аппарат и т.п.) βάζω μπρος, συνδέω 2. (реле) ενεργοποιώ 3. (подключать что-л. в цепь или к цепи) συνδέω 4. (контактор, пускатель, рубильник и т.п.) κλείνω (π.χ. επαφή) 5. (соединять) συνδέω 6. (в состав чего-л.) μπαίνωσυμπεριλαμβάνω7. (зацепление, сцепление) βάζω, συμπλέκωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > включать
-
68 включённый
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > включённый
-
69 внеочерёдность
(напр. обслуживания) η προτεραιότητα, άνευ σειράς, χωρίς/δίχως σειρά.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > внеочерёдность
-
70 вразбивку
χωρίς σειρά/τάξηανακατωτάРусско-греческий словарь научных и технических терминов > вразбивку
-
71 выполнение
1. (завершение) η εκτέλεση, η εκπλήρωση- обязательств - των υποχρεώσεων ^.(осуществление операции плана действий) η εκτέλεσ/η, η πραγματοποίησηнастаивать на - и условий επιμένω/απαιτώ στην - των όρωνпорядок - я διαδικασία/τρόπος/σειρά της - ηςсрок - я προθεσμία/διορία της - ηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > выполнение
-
72 генератор
η γεννήτριαглавный мор. - κύρια -- пены горн. - αφρού- развертки η χρονογεννήτρια, βασική -- с самовозбуждением (автогенератор) - με αυτοδιέγερση, η αυτο-γεννήτριαстояночный мор. - του λιμέναРусско-греческий словарь научных и технических терминов > генератор
-
73 грохот
1. (для сортировки по крупности сыпучих материалов) το (χοντρό) κόσκινο (για χοντρόκοκκα υλικά)неподвижный - σταθερό -, ακίνητο-2. (сильный раскатистый шум) о πάταγος, ο γδούπος, о κρότος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > грохот
-
74 двигатель
1. (машина, превращающая какой-л. вид энергии в механическую энергию) о κινητήραςтепловой - о θερμοκινητήρας, η θερμοδυναμική μηχανή2. (внутреннего сгорания) η μη-χαν/ή εσωτερικής καύσεως (Μ ΕΚ)· * включать - θέτω τη - σε κίνηση/λειτουργίαβάζω εμπρόςτη -выключать - διακόπτω/σταματώ τη λειτουργία της - ής -- σταματάавиационный - των αεροσκαφών, ο αεροπορικός κινητήρας- με ζύγωμα, κο-роткоходный - βραχείας διαδρομήςкрейц-копфный - με σταυρό/ζύγωμαопытный - δοκιμαστική -, πειραματική -реверсивный - της αναστροφής, αναστρέψιμη -резервный - εφεδρική -, ρο-тативный - περιστρεφόμενη -- с V-образным расположением цилиндров - της διάταξης/του σχήματος Vтепловой - θερμική -, η θερμική ή θερμοδυναμική μηχανή3. (реактивный) η αεριο-προωθητική μηχανή, η μηχανή προώθησης της αντίδρασηςгазотурбинный - о αεριοστροβιλοκινητήρας, ο αεριοστρόβιλοςтурбовентиляторный - см. турбореактивный двухконтурный -турбовинтовой - ав. о ελικοστροβιλοκινητήρας, το τουρμποπρόπ (ξεν.)турбореактивный двухконтурный - (ТРДД) о στροβιλοαντιδρα-στήρας διπλής ροής, ο στροβιλοανεμιστήραςтурбореактивный - с форсажной камерой сгорания (ТРДФ) о στροβιλοαντιδραστήρας με μετακαυστήρα4. (электрический) о ηλεκτρικός κινητήρας, ο ηλεκτροκινητήρας 5. (атомный) η ατομική μηχανή, η λειτουργούσα μέσω ατομικής ενέργειας μηχανή 6. (внешне-внутреннего сгорания) η μηχανή εξωτερικής-εσωτερικής καύσεως· паровой - η ατμομηχανή, ο ατμοκι-νητήρας 7. (ветряной) о ανεμοκινητήρας, η Αιολική μηχανή 8. (вечный) το αεικίνητοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > двигатель
-
75 дуплекс-процесс
мет. η μεταλλουργία σε δύο κλιβάνους εν σειρά.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > дуплекс-процесс
-
76 зажигание
(в двигателе внутреннего сгорания) η ανάφλεξ/η, το έναυσμα*поря-док - я η σειρά - ηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > зажигание
-
77 каннелюры
мн. арх. οι ραβδώσεις (του κίονος), η σειρά διακοσμητικών αυλακώσεων.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > каннелюры
-
78 каскад
1. (водопад) η υδατόπτωση, ο καταρράκτης 2. тех. η σειρά (των ομοίων κατασκευών).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > каскад
-
79 код
ο κωδικόςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > код
-
80 курс
1. (направление движения) η πορεία, η κατεύθυνση, мор. о πλους- следования (линия соединяющая пункты отправления и назначения) - του προορισμού2. эк. η τιμή, η αξία 3. (цикл лечебных процедур) η θεραπεία 4. (в политике) η (πολιτική) κατεύθυνση 5. (изложение какой-л. науки в вузе) η διδασκαλία, η σειρά (των διαλέξεων/μαθημάτων) 6. (год обучения в вузах и средних специальных учебных заведениях) το έτος (της εκπαίδευσης/φοί-τησης) 7. (законченный цикл обучения) о πλήρης κύκλος της διδασκαλίας 8. (учебник, излагающий какую-л. науку) το εγχειρίδιο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > курс
См. также в других словарях:
σειρά — σειρά̱ , σειρά cord fem nom/voc/acc dual σειρά̱ , σειρά cord fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σειρᾷ — σειρά cord fem dat sg (attic doric aeolic) σειράω bind pres subj mp 2nd sg σειράω bind pres ind mp 2nd sg (epic) σειράω bind pres subj act 3rd sg σειράω bind pres ind act 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σειρά — η, ΝΜΑ, και ιων. τ. σειρή, και δωρ. τ. σηρά, Α νεοελλ. 1. αλληλουχία πραγμάτων, συμβάντων, καταστάσεων ή όρων κατά ορισμένη τάξη (α. «σειρά αριθμών» β. «σειρά κατευθυνόμενων ενεργειών» γ. «αλφαβητική σειρά») 2. συνεχής παράταξη ομοειδών πραγμάτων … Dictionary of Greek
σειρά — η 1. ορισμένη διάταξη πραγμάτων ή γεγονότων: Χρονολογική σειρά. – Μας τα διηγήθηκε όλα με τη σειρά. – Μπήκαν όλοι στη σειρά και περίμεναν. 2. στίχος, αράδα: Μας έδωσε δέκα σειρές για ορθογραφία. 3. σύνολο ομοειδών πραγμάτων: Σειρά βιβλίων. – Μου… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σειρᾶ — σειράω bind pres subj act 1st sg (doric aeolic) σειράω bind pres ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κούλμια σειρά — Σειρά στρωμάτων που αναπτύσσεται γύρω από τα σχιστολιθικά όρη της περιοχής του Ρήνου και αντιστοιχεί προς τη δινάντιο σειρά ή την κατώτερη λιθανθρακοφόρο υποδιάπλαση του παλαιοζωικού αιώνα. Τα στρώματα της κ.σ. είναι θαλασσογενή, αποτελούνται… … Dictionary of Greek
εμσέριος σειρά — Μία από τις πέντε σειρές στρωμάτων στις οποίες υποδιαιρείται η ανώτερη κρητιδική ή νεοκρητιδική υποδιάπλαση. Χαρακτηριστικά της πετρώματα είναι οι γλαυκονιτικές, ασβεστολιθικές ή αργιλώδεις μάργες, που συναντώνται ιδιαίτερα στην περιοχή του… … Dictionary of Greek
στίχος — Σειρά από συλλαβές με μεταβλητό αριθμό, ρυθμικά τακτοποιημένες κατά αρμονικές περιόδους. Ο ρυθμός που προκύπτει οφείλεται στην κατάλληλη εναλλαγή ισχυρών (άρση) και ασθενών χρόνων (θέση), που μπορεί να γίνει ή με το ποσοτικό (προσωδιακό) σύστημα … Dictionary of Greek
οικονομικός κύκλος — Σειρά εναλλασσόμενων φάσεων ανάπτυξης και συστολής της οικονομικής δραστηριότητας από άποψη κέρδους και απασχόλησης. Για πρώτη φορά στην οικονομική φιλολογία διατύπωσε σκέψεις σχετικά με τον ο.κ., το 1828, ο Ουίλαρντ Φίλιπς· μόνο όμως το 1860… … Dictionary of Greek
εμπλουτισμός — Σειρά ενεργειών οι οποίες ασκούνται σε ένα μείγμα για να αυξηθεί το επί τοις % ποσό της χρήσιμης ουσίας, με σκοπό να γίνει δυνατή η εξαγωγή της με τις πιο απλές και οικονομικές μεθόδους. Οι πιο αξιοσημείωτοι ε. είναι οι σχετικοί με τα ορυκτά, που … Dictionary of Greek
ακτινίδες — Σειρά σπάνιων γαιών, που στο περιοδικό σύστημα ακολουθεί το ακτίνιο και από αυτό παίρνει την ονομασία της. Τα νέα στοιχεία, όλα ραδιενεργά, μερικά από τα οποία υπάρχουν στη φύση (θόριο, ουράνιο) και άλλα είναι προϊόντα του εργαστηρίου, είναι αυτά … Dictionary of Greek