-
1 σεβασμός
[сэвазмос] ουσ. а. уважение, почтение,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > σεβασμός
-
2 почёт
почёт м η τιμή, η εκτίμηση· ο σεβασμός (уважение)· круг \почёта спорт, о γύρος τιμής* * *мη τιμή, η εκτίμηση; ο σεβασμός ( уважение)круг почёта — спорт. ο γύρος τιμής
-
3 уважение
-
4 благоговение
благогов||ениес ὁ σεβασμός, ἡ εὐλάβεια. -
5 почитание
почита||ниес τό σέβας, ὁ σεβασμός / ἡ λατρεία, ὁ θαυμασμός (таланта). -
6 почтение
почтениес τό σέβας, ὁ σεβασμός, ἡ ἐκτίμηση:относиться к кому-л. с \почтением σέβομαι κάποιον с \почтением μέ σεβασμό, μεθ' ὑπολήψεως· с совершенным \почтением (в письме) διατελώ μετά (βαθύτατου) σεβασμού. -
7 почтительность
почтительн||остьж ὁ σεβασμός, ἡ ἐκτίμησις, τό σέβας, ἡ εὐλάβεια. -
8 уважение
уваж||ениес ὁ σεβασμός, τό σέβας, ἡ ἐκτίμησις:внушать \уважениеение ἐμπνέω σεβασμό· питать \уважениеение к кому-либо σέβομαι κάποιον, αἰσθάνομαι σεβασμό γιά κάποιον пользоваться \уважениеени-ем χαίρω τής ἐκτιμήσεως· относиться с \уважениеением к кому́-л. σέβομαι, ἐκτιμώ κάποιον достойный \уважениеения ἄξιος σεβασμού· из \уважениеения ἀπό σεβασμό. -
9 учтивость
учти́в||остьж ὁ σεβασμός. -
10 уважение
[ουβαζένιιε] ουσ. ο. σεβασμός -
11 учтивость
[ουτστίβαστ"] ουσ. θ. σεβασμός -
12 уважение
[ουβαζένιιε] ουσ ο σεβασμός -
13 учтивость
[ουτστίβαστ"] ουσ θ σεβασμός -
14 личность
-и θ.1. προσωπικότητα• πρόσωπο, άνθρωπος, άτομο•роль -и в истории ο ρόλος της προσωπικότητας στην ιστορία•
уважение к чужой -и σεβασμός σε ξένο (άγνωστο) πρόσωπο•
литературная личность λογοτεχνική προσωπικότητα•
благородная личность ευγενικός άνθρωπος.
2. πλθ. -и παλ. τα προσωπικά, διενέξεις, προστριβές.3. πρόσωπο•бледная личность (απλ.) χλωμό πρόσωπο.
-
15 покорность
-и θ.υπακοή, υποταγή, ευπείθεια• σεβασμός. -
16 почёт
-а α.τιμή σεβασμός εκτίμηση υπόληψη•пользоваться -ом ή быть в -е εκτιμιέμαι, χαίρω εκτίμησης•
не в -е δεν έχω εκτίμηση•
встречать с -ом υποδέχομαι με τιμή•
оказывать почёт τιμώ•
почёт и уважание! (απλ.) τιμή και σέβας! (ως χαιρετισμός).
-
17 почтение
-я ουδ.σέβας, σεβασμός• υπόληψη•с -ем με υπόληψη ή με εκτίμηση.
εκφρ.моё почтение – τα σέβη μου (κατά τον αποχαιρετισμό)•моё почтение – (ως κατηγ.) υποκλίνομαι (θαυμάζω, αναγνωρίζω, παραδέχομαι)•с совершнным (глубоким, нижайшим) -ем – παλ. υποβάλλω τα σέβη μου, προσκυνώ, χαιρετώ ευσεβάστως, υποκλίνομαι βαθιά (στο τέλος των επιστολών). -
18 почтительность
-и θ.σεβασμιότητα, σέβασμόςσεπτότητα, ευλάβεια. -
19 преклонение
-я ουδ.1. παλ. χαμήλωμα• υποστολή•преклонение главы χαμήλωμα του κεφαλιού•
знамн υποστολή των σημαιών.
2. υπόκλιση, σεβασμόςθαυμασμός. -
20 респект
κ. решпект-а α. (παλ.) σεβασμός.εκφρ.держать в репшекте – υποχρεώνω να με σέβεται, να με φοβάται.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Σεβασμός — of majesty masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σεβασμός — ο, ΝΑ [σεβάζομαι] το να σέβεται κανείς κάποιον, να τόν υπολήπτεται και να τόν τιμά, σέβας (α. «σεβασμός προς τους γονείς» β. «τὸν περὶ τῶν θεῶν σεβασμόν», Πλούτ.) νεοελλ. 1. τήρηση (α. «σεβασμός τών συμφωνιών» β. «σεβασμός τής εκεχειρίας») 2. φρ … Dictionary of Greek
σεβασμός — ο 1. βαθιά εκτίμηση προς ανωτέρους: Εμπνέω σεβασμό. – Τρέφει σεβασμό προς τους δασκάλους του. – Περιβάλλω με σεβασμό αυτόν τον άνθρωπο. 2. υπακοή: Σεβασμός προς τους νόμους. 3. ευλαβής τήρηση: Σεβασμός των παραδόσεων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Σεβασμοῖς — Σεβασμός of majesty masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σεβασμοῦ — Σεβασμός of majesty masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σεβασμούς — Σεβασμός of majesty masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σεβασμῶν — Σεβασμός of majesty masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σεβασμῷ — Σεβασμός of majesty masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σεβασμόν — Σεβασμός of majesty masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δέος — το (AM δέος, Α και δεῑος) 1. φόβος, ανησυχία για το κακό που φαίνεται να πλησιάζει 2. φρ. «τὸ ἀντίπαλον δέος» ο φόβος ότι ο αντίπαλος είναι εξίσου ισχυρός (και επομένως αβέβαιη η έκβαση τού ανταγωνισμού) αρχ. 1. η αιτία τού φόβου («οὔ τοι ἔπι… … Dictionary of Greek
ευλάβεια — η (ΑΜ εὐλάβεια, Α ιων. τ. εὐλαβίη) [ευλαβής] 1. το ήθος και ο τρόπος τού ευλαβούς, ο σεβασμός, η ευσέβεια προς τα θεία, η θεοσέβεια (α. «τὴν περὶ τὸ θεῑον εὐλάβειαν ἐπιχλευάσας», Πλούτ. β. «ἐκανε μ ευλάβεια το σταυρό του») 2. ο φόβος, το δέος… … Dictionary of Greek