-
1 σεβένιον
A palm-fibre, PLond.1.131*.1 (i A.D.), Archig. ap. Gal.12.574, PHolm.13.43, Hsch.: Adj. [full] σεβένινος or [full] σεβέννινος, made of palm-fibre, PLond.1.131r.610 (i A.D.), PMag.Par.1.903,1342; written [full] συμβεννίων, PCair.Zen. 438 (iii B.C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σεβένιον
См. также в других словарях:
σεβένιον — και σεβέννιον και συμβέννιον, τὸ, Α το περικάλυμμα τού άνθους και τού καρπού τού φοίνικα («σεβέννιον τὸ ἐπ ἄκρῳ τῷ φοινίκι γινόμενον», Ησύχ.) … Dictionary of Greek