-
1 περι-σείρια
περι-σείρια, τά, = παρασείρια, παρασύρια, die Höhlen zu beiden Seiten der Zunge, Hesych.
-
2 σείριος
σείριος, = σειρός, heiß, brennend, von der Sommerhitze; τὸ σείριον, scil. ἱμάτιον, ein leichtes Sommerkleid, VLL. – Am häufigsten vom Hundssterne, dem Sirius, z. B. ἀστέρι Σειρίῳ Apoll. Rhod. 2, 524, Σειρίου κυνός Aesch. Ag. 967, τίς ἀστήρ – Σείριος Eurip. I. A. 7, Ὠρίων ἢ Σείριος ἔνϑα πυρὸς φλογέας ἀφίησιν ὄσσων αὐγάς Hec. 1103. – Archilochos soll die Sonne σείριος genannt haben, Ibykos alle Gestirne σείρια, wie z. B. Hesych. bezeugt: σείριος· ὁ ἥλιος. καὶ ὁ τοῠ κυνὸς ἀστήρ. – Σειρίου κυνὸς δίκην· Σοφοκλῆς (Fragm. Dindf. Oxon. 941) τὸν ἀστρῷον κύνα. ὁ δὲ Ἀρχίλοχος τὸν ἥλιον. Ἴβυκος δὲ πάντα τὰ ἄστρα. S. mehr bei Liebel Archiloch. frgm. 42 und bei Schneidewin Ibyc. frgm. 47. – Auch bei Hesiod. O. 417 hat man σείριος ἀστήρ für die Sonne genommen, wohl mit Unrecht; unzweifelhaft der Hundsstern ist gemeint O. 609 εὖτ' ἂν δ' Ὠρίων καὶ Σείριος ἐς μέσον ἔλϑῃ οὐρανόν, Ἀρκτοῠρον δ' ἐςίδῃ ῥοδοδάκτυλος Ἠώς; dagegen Sc. 153. 397 und O. 587 kann man bei σείριος vielleicht wieder an die Sonne denken. Spätere Dichter haben entschieden die Sonne σείριος genannt, s. z. B. Orph. Arg. 121 ἦμος ὅτε τρισσὴν μὲν ἐλείπετο σείριος αἴγλην ἠέλιος, δολιχὴ δ' ἐπεμαίετο πάντοϑεν ὄρφνη.
-
3 περισείρια
περι-σείρια, τά, die Höhlen zu beiden Seiten der Zunge -
4 σείριος
σείριος, heiß, brennend, von der Sommerhitze; τὸ σείριον, scil. ἱμάτιον, ein leichtes Sommerkleid. Am häufigsten vom Hundssterne, dem Sirius. Archilochos soll die Sonne σείριος genannt haben, Ibykos alle Gestirne σείρια; σείριος ἀστήρ für die Sonne genommen
См. также в других словарях:
σειριά — και συριά, η, Ν [σειρά] 1. γένος, γενιά 2. παροιμ. φρ. «όλοι οι γύφτοι μια σειριά» δηλώνει ότι όλοι οι φαύλοι είναι όμοιοι … Dictionary of Greek
σειριᾷ — σειρῑᾷ , σειρῖάζω sparkle fut ind mid 2nd sg (epic) σειρῑᾷ , σειρῖάζω sparkle fut ind act 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
CANICULA — Stella lucida in ore canis, quae quod Canem diem unum, noctemque antevertat, a Graecis Procyon, a Cicerone etiam Antecanis appellatur. Vide Erigone, et Caesii Caelum Astronomico poeticum, p. 250. Salmasio proprie προκύων, qui et Canis minor… … Hofmann J. Lexicon universale
σειρικό — το, Ν 1. γένος, σειριά 2. ιδιοσυγκρασία ενός ανθρώπου που οφείλεται στην κληρονομικότητα 3. παροιμ. φρ. «το σειρικό δεν κόβεται» η πονηρή φύση τού ανθρώπου δεν αλλάζει εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σειρά + κατάλ. ικό(ς) (πρβλ, αερ ικό)] … Dictionary of Greek
σπειρίον — (I) τὸ, Α [σπεῑρα] μικρή σπείρα, κόσμημα στη βάση ιωνικού κίονα. (II) τὸ, Α μικρό σπεῑρον*, ελαφρό καλοκαιρινό ένδυμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < σπεῖρον. Η σημ. τής λ. «καλοκαιρινό ένδυμα» θα επέτρεπε τη διόρθωση τής λ. σε σείρια (< Σείριος)] … Dictionary of Greek
συριά — Κράτος της Μέσης Ανατολής. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με το Λίβανο, στα Ν με την Ιορδανία και στα Α με το Ιράκ. Βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο.H Συρία, το όνομα της οποίας προέρχεται από την αρχαία Aσσυρία, που για τους Έλληνες… … Dictionary of Greek