-
1 σδεύγλα
-
2 σδεύγλα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σδεύγλα
См. также в других словарях:
σδεύγλα — ἡ, Α (αιολ. τ.) η ζεύγλη … Dictionary of Greek
1 σδεύγλα
2 σδεύγλα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σδεύγλα
σδεύγλα — ἡ, Α (αιολ. τ.) η ζεύγλη … Dictionary of Greek