1 σαώτωρ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σαώτωρ
σαώτωρ — ορος, ὁ, Α (ποιητ. τ.) σωτήρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλλ. σαώσω τού σαῶ* + επίθημα τωρ] … Dictionary of Greek