-
1 σαφ-ηγορίς
σαφ-ηγορίς, ίδος, ἡ (bes. poet. fem. zu σαφήγορος), deutlich, wahrhaft sprechend, von der Sibylle,
-
2 σαφηγορίς
σαφ-ηγορίς, ίδος, ἡ, deutlich, wahrhaft sprechend, von der Sibylle
См. также в других словарях:
σταμαγορίς — και στημαγορίς, ίδος, ἡ, Α συστροφή, μπέρδεμα πολλών κλωστών. [ΕΤΥΜΟΛ. < στάμων, δωρ. τ. τού στήμων + αγορίς (< ηγορος < ἀγείρω), πρβλ. σαφ ηγορίς] … Dictionary of Greek