-
1 σαφηνιστικος
-
2 σαφηνιστικός
σαφηνιστικός, deutlich machend, erklärend, ἐπιστήμη, Luc. de salt. 36.
-
3 σαφηνιστικός
σαφηνιστικός, deutlich machend, erklärend -
4 σαφηνιστικός
η, όν вносящий ясность, уточняющий, разъясняющий, объясняющий -
5 σαφηνιστικός
A explanatory, τινος of a thing, Luc.Salt.36;τὸ -κόν Procl. in Prm. p.534S.
; σ. πρόβλημα dub.l. in Gal.18(2).891.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σαφηνιστικός
-
6 σαφηνιστικά
σαφηνιστικόςexplanatory: neut nom /voc /acc plσαφηνιστικά̱, σαφηνιστικόςexplanatory: fem nom /voc /acc dualσαφηνιστικά̱, σαφηνιστικόςexplanatory: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
7 σαφηνιστικόν
σαφηνιστικόςexplanatory: masc acc sgσαφηνιστικόςexplanatory: neut nom /voc /acc sg -
8 σαφηνιστική
σαφηνιστικόςexplanatory: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
9 σαφηνιστικήν
σαφηνιστικόςexplanatory: fem acc sg (attic epic ionic) -
10 σαφηνιστικών
-
11 σαφηνιστικῶν
-
12 разъяснительный
επεξηγηματικός, δια-σαφηνιστικός, διευκρινιστικός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > разъяснительный
-
13 σαφηνιστικώ
-
14 σαφηνιστικῷ
См. также в других словарях:
σαφηνιστικός — ή, ό / σαφηνιστικός, ή, όν, ΝΑ [σαφηνίζω] διευκρινιστικός, επεξηγηματικός αρχ. το ουδ. ως ουσ. τo σαφηνιστικόν η διευκρίνιση … Dictionary of Greek
σαφηνιστικά — σαφηνιστικός explanatory neut nom/voc/acc pl σαφηνιστικά̱ , σαφηνιστικός explanatory fem nom/voc/acc dual σαφηνιστικά̱ , σαφηνιστικός explanatory fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαφηνιστικῶν — σαφηνιστικός explanatory fem gen pl σαφηνιστικός explanatory masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαφηνιστικόν — σαφηνιστικός explanatory masc acc sg σαφηνιστικός explanatory neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαφηνιστική — σαφηνιστικός explanatory fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαφηνιστικήν — σαφηνιστικός explanatory fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαφηνιστικῷ — σαφηνιστικός explanatory masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπεξηγητικός — ή, όν, Μ 1. ερμηνευτικός, σαφηνιστικός 2. αυτός που χρησιμεύει ως εξήγηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἐξηγητικός «ερμηνευτικός»] … Dictionary of Greek