Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

σαφηνιστικός

См. также в других словарях:

  • σαφηνιστικός — ή, ό / σαφηνιστικός, ή, όν, ΝΑ [σαφηνίζω] διευκρινιστικός, επεξηγηματικός αρχ. το ουδ. ως ουσ. τo σαφηνιστικόν η διευκρίνιση …   Dictionary of Greek

  • σαφηνιστικά — σαφηνιστικός explanatory neut nom/voc/acc pl σαφηνιστικά̱ , σαφηνιστικός explanatory fem nom/voc/acc dual σαφηνιστικά̱ , σαφηνιστικός explanatory fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαφηνιστικῶν — σαφηνιστικός explanatory fem gen pl σαφηνιστικός explanatory masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαφηνιστικόν — σαφηνιστικός explanatory masc acc sg σαφηνιστικός explanatory neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαφηνιστική — σαφηνιστικός explanatory fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαφηνιστικήν — σαφηνιστικός explanatory fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαφηνιστικῷ — σαφηνιστικός explanatory masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπεξηγητικός — ή, όν, Μ 1. ερμηνευτικός, σαφηνιστικός 2. αυτός που χρησιμεύει ως εξήγηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἐξηγητικός «ερμηνευτικός»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»