-
1 σαφηνιστικός
σαφηνιστικός, deutlich machend, erklärend, ἐπιστήμη, Luc. de salt. 36.
-
2 σαφηνιστικός
σαφηνιστικός, deutlich machend, erklärend
См. также в других словарях:
σαφηνιστικός — ή, ό / σαφηνιστικός, ή, όν, ΝΑ [σαφηνίζω] διευκρινιστικός, επεξηγηματικός αρχ. το ουδ. ως ουσ. τo σαφηνιστικόν η διευκρίνιση … Dictionary of Greek
σαφηνιστικά — σαφηνιστικός explanatory neut nom/voc/acc pl σαφηνιστικά̱ , σαφηνιστικός explanatory fem nom/voc/acc dual σαφηνιστικά̱ , σαφηνιστικός explanatory fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαφηνιστικῶν — σαφηνιστικός explanatory fem gen pl σαφηνιστικός explanatory masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαφηνιστικόν — σαφηνιστικός explanatory masc acc sg σαφηνιστικός explanatory neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαφηνιστική — σαφηνιστικός explanatory fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαφηνιστικήν — σαφηνιστικός explanatory fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαφηνιστικῷ — σαφηνιστικός explanatory masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπεξηγητικός — ή, όν, Μ 1. ερμηνευτικός, σαφηνιστικός 2. αυτός που χρησιμεύει ως εξήγηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἐξηγητικός «ερμηνευτικός»] … Dictionary of Greek