Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

σαυτῆς

См. также в других словарях:

  • σαυτῆς — σαυτοῦ fem gen sg (attic epic ionic) σαυτοῦ fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατονίναμαι — (Α) λαμβάνω ωφέλεια από κάτι («ὅπως σαυτῆς κατόναι , ἀντιβολῶ σε», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὀνίναμαι «ωφελούμαι»] …   Dictionary of Greek

  • πράττω — ΝΜΑ, πράσσω ΜΑ, ιων. τ. πρήττω, ιων. επικ. τ. πρήσσω, κρητ. τ. πράδδω, Α 1. εκτελώ, διενεργώ, κάνω (α. «έπραξε το καθήκον του» β. «οἱ μὲν δὴ ταῡτ ἔπραξάν τε καὶ ἔλεξαν», Ξεν. γ. «τοῡ πράττειν πάντα, Δέσποτα, τὰ τῆς οἰκείας γνώμης», Πρόδρ.) 2. (το …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»