-
1 σατραπικών
-
2 σατραπικῶν
См. также в других словарях:
σατραπικῶν — σατραπικός of a satrap fem gen pl σατραπικός of a satrap masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 σατραπικών
2 σατραπικῶν
σατραπικῶν — σατραπικός of a satrap fem gen pl σατραπικός of a satrap masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)