-
1 σαρκώ
σαρκάωpres imperat mp 2nd sgσαρκάωpres subj act 1st sg (attic epic ionic)σαρκάωpres ind act 1st sg (attic epic ionic)σαρκάωpres subj act 1st sg (attic epic doric ionic)σαρκάωpres ind act 1st sg (attic epic doric ionic)σαρκάωimperf ind mp 2nd sg (homeric ionic)σαρκάζωtear fiesh like dogs: fut ind act 1st sg (attic epic ionic)σαρκόωmake fleshy: pres subj act 1st sgσαρκόωmake fleshy: pres ind act 1st sg -
2 σαρκῶ
σαρκάωpres imperat mp 2nd sgσαρκάωpres subj act 1st sg (attic epic ionic)σαρκάωpres ind act 1st sg (attic epic ionic)σαρκάωpres subj act 1st sg (attic epic doric ionic)σαρκάωpres ind act 1st sg (attic epic doric ionic)σαρκάωimperf ind mp 2nd sg (homeric ionic)σαρκάζωtear fiesh like dogs: fut ind act 1st sg (attic epic ionic)σαρκόωmake fleshy: pres subj act 1st sgσαρκόωmake fleshy: pres ind act 1st sg
См. также в других словарях:
σαρκώ — (I) άω, Α [σάρξ, σαρκός] (κατά τον Ησύχ.) 1. σαρκάζω 2. (η μτχ. ενεργ ενεστ.) σαρκῶν «σεσηρώς». (II) όω, ΜΑ βλ. σαρκώνω … Dictionary of Greek
σαρκῶ — σαρκάω pres imperat mp 2nd sg σαρκάω pres subj act 1st sg (attic epic ionic) σαρκάω pres ind act 1st sg (attic epic ionic) σαρκάω pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic) σαρκάω pres ind act 1st sg (attic epic doric ionic) σαρκάω imperf ind… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαρκώνω — σαρκῶ, όω, ΝΜΑ [σάρξ, σαρκός] 1. καλύπτω με σάρκα και, ιδίως, κλείνω πληγή, επουλώνω τραύμα ή έλκος 2. παθ. σαρκώνομαι (για τον Ιησού Χριστό) ενσαρκώνομαι, λαμβάνω ανθρώπινη υπόσταση («καὶ σαρκωθέντα ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καὶ Μαρίας τῆς Παρθένου»,… … Dictionary of Greek
κατασαρκώ — κατασαρκῶ, όω (AM) κάνω κάποιον ευτραφή μσν. παθ. κατασαρκοῡμαι, όομαι γίνομαι αισθησιακός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + σαρκῶ «κάνω κάποιον ευτραφή» (< σάρξ)] … Dictionary of Greek
προσαρκώ — (I) έω, Α [ἀρκῶ] 1. παρέχω, προσφέρω σε κάποιον την αναγκαία βοήθεια, συντρέχω κάποιον 2. παθ. προσαρκοῡμαι έομαι αρκούμαι σε κάτι, ικανοποιούμαι με κάτι. (II) όω, Α [σαρκῶ] αποκτώ από πριν σάρκα … Dictionary of Greek
σάρκα — η / σάρξ, σαρκός, ΝΜΑ, και αιολ. τ. σύρξ Α 1. το μυώδες μέρος τού σώματος τών ανθρώπων και τών ζώων, το κρέας (α. «στα μέρη όπου λαγωνικά τα δάχτυλα / μυρίζονται τη σάρκα», Ελύτης β. «ἔγκατά τε σάρκας τε καὶ ὀστέα», Ομ. Οδ.) 2. το μέρος αυτό τού… … Dictionary of Greek
σάρκωμα — (Ιατρ.). Κακοήθης νεοπλασία, που αναπτύσσεται από το συνδετικό ιστό με μεγάλη τάση διήθησης και του οποίου η μεταστατική εξάπλωση γίνεται κυρίως δια της αιματικής οδού. Επειδή ο συνδετικός ιστός απλώνεται σε ολόκληρο τον οργανισμό, τα σ. μπορεί… … Dictionary of Greek
σάρκωση — η / σάρκωσις, ώσεως, ΝΜΑ [σαρκῶ] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σαρκώνω, σαρκοπλασία νεοελλ. μσν. εκκλ. (για τον Ιησού Χριστό) ενσάρκωση αρχ. 1. σαρκώδες βλάστημα στη μύτη, σάρκωμα 2. πολυσαρκία … Dictionary of Greek
σαρκωτικός — ή, ό / σαρκωτικός, ή, όν, ΝΑ [σαρκῶ] αυτός που συντελεί στην ανάπτυξη σαρκών, σαρκοπλαστικός … Dictionary of Greek
υποσαρκώ — όω, Α επουλώνω από κάτω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + σαρκῶ «παχαίνω, ενδυναμώνω»] … Dictionary of Greek