-
1 πυκνό-σαρκος
πυκνό-σαρκος, mit dichtem, derbem Fleische, Sp.
-
2 παχύ-σαρκος
παχύ-σαρκος, dickfleischig, Sp.
-
3 περισσό-σαρκος
περισσό-σαρκος, übermäßig fleischig, wohlbeleibt, Suid.
-
4 περί-σαρκος
περί-σαρκος, mit Fleisch umgeben, fleischig; Arist. physiogn. 5, 5; Adamant. physiogn. 2, 1.
-
5 πολύ-σαρκος
πολύ-σαρκος, sehr fleischig, wohlbeleibt; Arist. H. A. 7, 2; Luc. D. Mort. 10, 5.
-
6 στερεό-σαρκος
στερεό-σαρκος, mit hartem, festem, dcrbem Fleisch, Hippocr.
-
7 σκληρό-σαρκος
σκληρό-σαρκος, von, mit trocknem, hartem, starrem Fleische, Arist. H. A. 1, 1.
-
8 τρυφερό-σαρκος
τρυφερό-σαρκος, von weichem, zartem Fleische, Leibe, Antyll. Oribas.
-
9 φιλό-σαρκος
φιλό-σαρκος, das Fleisch liebend, fleischlichen Lüsten, sinnlichen Begierden ergeben, K. S.
-
10 κατά-σαρκος
κατά-σαρκος, mit Fleisch versehen, fleischig; Ath. XII, 550 c; Ggstz κατάξηρος, Alciphr. frg. 5.
-
11 κενό-σαρκος
κενό-σαρκος, vom Fleisch leer, mager, E. M. 779, 8, neben λεπτός.
-
12 εὔ-σαρκος
-
13 μικρό-σαρκος
μικρό-σαρκος, mit wenigem Fleische, Xenocr.
-
14 μεγαλό-σαρκος
μεγαλό-σαρκος, sehr fleischig, LXX.
-
15 μελανό-σαρκος
μελανό-σαρκος, mit schwarzem Fleische, f. L. für μαλακόσαρκος, Ath. VIII, 320 c.
-
16 ξηρό-σαρκος
ξηρό-σαρκος, mit trocknem Fleische, Diocles bei Ath. VII, 320 d.
-
17 λεπτό-σαρκος
λεπτό-σαρκος, mit dünnem Fleisch, mager; Schol. Theocr. 5, 94; Geop.
-
18 λιπό-σαρκος
λιπό-σαρκος, dasselbe, Hippocr.; Opp. Cyn. 2, 106.
-
19 λευκό-σαρκος
λευκό-σαρκος, von weißem Fleisch, bei Ath. VII, 312 b.
-
20 λινό-σαρκος
λινό-σαρκος, mit zartem (wie Flachs) Fleisch, zart, weich, τροφαλίδες, Antiphan. Ath. X, 455 f. wo aber ι lang sein müßte, weshalb Mein. λιχνόσαρκοι vermuthet.
См. также в других словарях:
σαρκός — σάρξ flesh fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
плъть — ПЛЪТ|Ь (933), И с. 1.Плоть, тело: вьсѣмъ ѡтърекъсѧ съ бесплътьныими христа непрѣстаньно славословѧ. ѡтъ дѣвы… плъть приимъша. Стих 1156–1163, 31 об.; ˫ако же и плъть всю расѣчи. и кръвьмъ течени˫а изнести. (σορκας) ЖФСт к. XII, 68; ˫ако же ѥдинъ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
плътьскыи — (264) пр. 1.Относящийся к телу, телесный; физический: Гл҃ють ˫ако… троицѧ. ˫аже ѥсть вьсеи твари по ‹сѹ›щьствѹ невидима. плътьскыима очима бысть видѣтi. ѿ приходѧщиихъ въ гл҃ѥмоѥ. ѿ нихъ бестрастиѥ. (σαρκός) КЕ XII, 286а; жидове въ сѹботѹ и во… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
ισχνόσαρκος — η, ο (Μ ἰσχνόσαρκος, ον) αυτός που έχει ισχνές σάρκες, λιπόσαρκος, αδύνατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχνός + σαρκος (< σαρξ, σαρκός), πρβλ. λιπό σαρκος, παχύ σαρκος] … Dictionary of Greek
καλόσαρκος — η, ο (Μ καλόσαρκος, ο[ν]) νεοελλ. αυτός που έχει καλή σάρκα, με την έννοια ότι επουλώνονται και θεραπεύονται εύκολα τα τραύματα και οι πληγές του μσν. αυτός που έχει ωραία σάρκα, εύσαρκος, καλοκάμωτος, καλοσχηματισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * +… … Dictionary of Greek
κατάσαρκος — η, ο (Α κατάσαρκος, ον) νεοελλ. αυτός που φοριέται πάνω ακριβώς από τη σάρκα αρχ. πολύ σαρκώδης, παχύσαρκος. επίρρ... κατάσαρκα (Μ κατάσαρκα) ακριβώς πάνω από τη σάρκα τού σώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + σαρκος (< σάρξ, σαρκός), πρβλ. έν… … Dictionary of Greek
κενόσαρκος — κενόσαρκος, ον (Μ) αυτός που δεν έχει επαρκή σάρκα, που είναι πολύ αδύνατος, λιπόσαρκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεν(ο) * + σαρκος (< σάρξ, σαρκός), πρβλ. λευκό σαρκος, μαλακό σαρκος] … Dictionary of Greek
λεπτόσαρκος — η, ο (AM λεπτόσαρκος, ον) αυτός που έχει λεπτές σάρκες, αδύνατος, ισχνός, λιπόσαρκος μσν. αυτός που έχει λεπτό φλοιό. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο) * + σαρκος (< σάρξ, σαρκός), πρβλ. απαλό σαρκος, λευκό σαρκος] … Dictionary of Greek
λινόσαρκος — λινόσαρκος, ον (Α) αυτός που έχει σώμα λευκό και απαλό, απαλόσαρκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + σαρκος (< σάρξ, σαρκός), πρβλ. απαλό σαρκος, λιπό σαρκος] … Dictionary of Greek
περίσαρκος — ον, Α πολύσαρκος, σαρκώδης, κρεατωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + σαρκος (< σάρξ, σαρκός), πρβλ. ά σαρκος, κατά σαρκος] … Dictionary of Greek
περισσόσαρκος — ον, Μ αυτός που έχει περιττές σάρκες, ο υπερβολικά πολύσαρκος, σωματώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < περισσός + σαρκος (< σάρξ, σαρκός), πρβλ. λιπό σαρκος, μικρό σαρκος] … Dictionary of Greek