-
1 σαρκοκύων
σαρκοκύων [ῠ], κῠνος, ὁ, prob. f.l. in Hippon.133: Schneid. and Dind. (Sch.Ar. Pax 481) read σαρκῶν κύων, from [full] σαρκάω,A = σαρκάζω (cf. σαρκῶν· σεσηρώς, Hsch.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σαρκοκύων
-
2 σαρκάω
-
3 σαρκάζω
II bite the lips in rage, Gal.19.136: hence, speak bitterly, sneer,εἰρωνεύεσθαι μετ' ἐπισυρμοῦ τινος Stob.2.7.11m
;σαρκάζων.. καὶ σεσηρώς Ph.2.597
; cf. Sch.Ar.Ra. 966, Eust.1083.32.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σαρκάζω
-
4 σαρκάω
См. также в других словарях:
κύων — ο, η (AM κύων, κυνός, ό, ή) 1. σκύλος («Τηλέμαχον δὲ περίσσαινον κύνες ὑλακόμωροι», Ομ. Οδ.) 2. (ως υβριστική λέξη) θρασύς, αναιδής και αναίσχυντος σαν τον σκύλο («δᾱερ ἐμεῑο κυνός, κακομηχάνου ὀκρυοέσσης», Ομ. Ιλ.) 3. πιστός σαν τον σκύλο… … Dictionary of Greek