-
1 σαργός
σαργόςsargue: masc nom sg -
2 σαργός
σαργός (on the accent, v. Hdn.Gr.1.139), ὁ, a sea-fish, the -
3 σαργός
Grammatical information: m.Meaning: name of a fish, `Sargus Rondeletii' (com., Arist. a.o.)Derivatives: - ίον n. `id.' (Gp.); - ῖνος m. name of a sea fish that appears in schools, `garfish ( ?)' (Epich., Dorio, Arist.); cf. κεστρ- ῖνος, σαρδ-ῖνος a.o.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]Etymology: Mediterranean word of unknown origin; on the facts Thompson Fishes s. v. The word will be Pre-Greek.Page in Frisk: 2,677Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > σαργός
-
4 σαργοί
σαργόςsargue: masc nom /voc pl -
5 σαργούς
σαργόςsargue: masc acc pl -
6 σαργέ
σαργόςsargue: masc voc sg -
7 σαργόν
σαργόςsargue: masc acc sg -
8 σαργοίς
-
9 σαργοῖς
-
10 σαργοίσι
-
11 σαργοῖσι
-
12 σαργού
-
13 σαργοῦ
-
14 σαργώ
-
15 σαργῷ
-
16 σαργών
-
17 σαργῶν
См. также в других словарях:
σαργός — sargue masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαργός — (sargus). Γένος τελεόστεων ψαριών της οικογένειας των Σπαριδών, της τάξης των περκόμορφων, της υπόταξης των περκοειδών. Περιλαμβάνει είδη μικρών και μεγάλων ψαριών, τα οποία αφθονούν στη Μεσόγειο και τον Ατλαντικό. Έχουν σώμα σχεδόν ωοειδές,… … Dictionary of Greek
σαργός — ο ψάρι της οικογένειας των σπαριδών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σαργοῖς — σαργός sargue masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαργοῖσι — σαργός sargue masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαργοί — σαργός sargue masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαργοῦ — σαργός sargue masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαργούς — σαργός sargue masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαργέ — σαργός sargue masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαργῶν — σαργός sargue masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαργῷ — σαργός sargue masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)