-
1 σάργος
-
2 σαργος
ὁ рыба сарг ( Sparus Sargus) Arst., Plut. -
3 σάργος
σάργός ο сарган (рыба) -
4 σαργός
σαργόςsargue: masc nom sg -
5 σαργός
σαργός (on the accent, v. Hdn.Gr.1.139), ὁ, a sea-fish, the -
6 σάργος
σάργος, ὁ, ein Meerfisch, lat. sargus -
7 σαργός
Grammatical information: m.Meaning: name of a fish, `Sargus Rondeletii' (com., Arist. a.o.)Derivatives: - ίον n. `id.' (Gp.); - ῖνος m. name of a sea fish that appears in schools, `garfish ( ?)' (Epich., Dorio, Arist.); cf. κεστρ- ῖνος, σαρδ-ῖνος a.o.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]Etymology: Mediterranean word of unknown origin; on the facts Thompson Fishes s. v. The word will be Pre-Greek.Page in Frisk: 2,677Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > σαργός
-
8 σαργοί
σαργόςsargue: masc nom /voc pl -
9 σαργούς
σαργόςsargue: masc acc pl -
10 σαργέ
σαργόςsargue: masc voc sg -
11 σαργόν
σαργόςsargue: masc acc sg -
12 επινεμω
1) раздавать, разделять, распределять(σῖτόν τισι Hom.; τέν γῆν καὴ τὰς οἰκήσεις ἴσας Plat.)
σῖτον τραπέζῃ ἐ. Hom. — расставить хлеб на столе;ἐφ΄ ἑκατέρῳ τὸ μέρος ἑκάτερον ἐ. Plat. — обе части разместить по обе стороны2) пасти на чужой земле(βοσκήματα Plat.; διὰ τοῦ χωρίου Dem.)
3) med. пастись на чужой земле(παρὰ τὸν ποταμόν Arst.)
4) med.-pass. кормиться (чьими-л.) объедками(ὅ σάργος ἐπινέμεται τῇ τρίγλῃ Arst.)
5) med. обитать, населять(τὰ λαιὰ τοῦ ποταμοῦ Luc.)
6) med. обходить, объезжать7) med.-pass. шириться, распространяться(τὸ πῦρ ἐπενέμετο τὸ ἄστυ πᾶν Her.; ἐπινεμηθείσης τῆς φλογὸς ἐπὴ πολὺν τόπον Diod.; ἥ νόσος ἐπενείματο τὰς Ἀθήνας Thuc.)
ἐ. τῷ ζήλῳ τινάς Plut. — вызвать соперничество среди кого-л.8) med. наводнять, захватывать(πᾶσαν τέν θάλασσαν, τέν Γαλατίαν Plut.)
-
13 σαργοίς
-
14 σαργοῖς
-
15 σαργοίσι
-
16 σαργοῖσι
-
17 σαργού
-
18 σαργοῦ
-
19 σαργώ
-
20 σαργῷ
- 1
- 2
См. также в других словарях:
σαργός — sargue masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαργός — (sargus). Γένος τελεόστεων ψαριών της οικογένειας των Σπαριδών, της τάξης των περκόμορφων, της υπόταξης των περκοειδών. Περιλαμβάνει είδη μικρών και μεγάλων ψαριών, τα οποία αφθονούν στη Μεσόγειο και τον Ατλαντικό. Έχουν σώμα σχεδόν ωοειδές,… … Dictionary of Greek
σαργός — ο ψάρι της οικογένειας των σπαριδών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σαργοῖς — σαργός sargue masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαργοῖσι — σαργός sargue masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαργοί — σαργός sargue masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαργοῦ — σαργός sargue masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαργούς — σαργός sargue masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαργέ — σαργός sargue masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαργῶν — σαργός sargue masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαργῷ — σαργός sargue masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)