-
1 σαργανίς
σαργανίς, ίδος, ἡ, = Vorigem, Korb, ἐν σαργανίσιν ἄξω ταρίχους, Cratin. bei Ath. III, 119 c.
-
2 σαργάνη
См. также в других словарях:
σαργανίς — ίδος, ἡ, Α σαργάνη*. [ΕΤΥΜΟΛ. < σαργάνη + κατάλ. ίς, ίδος (πρβλ. πινακ ίς)] … Dictionary of Greek
σαργανίσιν — σαργανίς fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)