-
1 σαργάνη
σαργάνηplait: fem nom /voc sg (attic epic ionic)——————σαργάνηplait: fem dat sg (attic epic ionic) -
2 σαργάνη
σαργάνη, ης, ἡ (Aeschyl. et al., in the sense ‘plait, braid’) basket (so Aeneas Tact. 1348; Timocl. Com. [IV B.C.], Fgm. 14, 4 Kock [in Athen. 8, 339e; 9, 407e]; Lucian, Lexiph. 6; BGU 417, 14; PFlor 269, 7; PStras 37, 13) 2 Cor 11:33, where it is ‘clearly a rope-basket’ (B. 623; s. also FHort, JTS 10, 1909, 567ff [κόφινος, σφυρίς, σαργάνη]).—MSchnebel, D. Landwirtsch. im hellenist. Ägypt. I 1925, 280f. DELG. M-M. Spicq. -
3 σαργάνη
-
4 σαργανη
-
5 σαργάνη
-
6 σαργάνη
Grammatical information: f.Meaning: `plaited basket' (since IVa).Derivatives: σαργαν-ίς f. (Cratin. [coni.]), - ιον, - ίδιον n. (pap.) `id.'. Besides ταργάναι πλοκαί, συνδέσεις, πέδαι H. with τεταργανωμένη = συμπεπλεγ-μένη, συνειλημμένη (H. EM); hyperatticistic? (cf. Schwyzer 319).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin] (V)Etymology: Instrument name without etymology, perh. LW [loanword] (cf. Chantraine Étrennes Benveniste 23f.); formation as πλεκτάνη, ὁρκάνη etc. The traditional connection with σορός (s. v.) a. cogn. (Kögel PBBeitr. 7, 191) leaves the - γ- unexplained. Cf. also on τάρπη. -- The variation is Pre-Greek (s. Furnée 124 s.v. ταργάναι) and points to *tyarg-an-.Page in Frisk: 2,677Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > σαργάνη
-
7 σαργάνῃ
Βλ. λ. σαργάνη -
8 σαργάνη
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > σαργάνη
-
9 σαργάνη
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > σαργάνη
-
10 σαργάνη
корзина (сплетенная из веревок); от евр. (שׂרג).Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > σαργάνη
-
11 σαργάνῃ
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > σαργάνῃ
-
12 σαργάνη
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σαργάνη
-
13 σαργάναι
σαργάνηplait: fem nom /voc plσαργάνᾱͅ, σαργάνηplait: fem dat sg (doric aeolic) -
14 σαργάναις
σαργάνηplait: fem dat pl -
15 σαργάναισι
σαργάνηplait: fem dat pl (epic ionic aeolic) -
16 σαργάνην
σαργάνηplait: fem acc sg (attic epic ionic) -
17 σαργάνης
σαργάνηplait: fem gen sg (attic epic ionic) -
18 σαργάνας
σαργάνᾱς, σαργάνηplait: fem acc plσαργάνᾱς, σαργάνηplait: fem gen sg (doric aeolic) -
19 ταργάνη
-
20 ζαργάνη
ζαργάνη, ἡ, = σαργάνη, Schol. Opp. Hal. 1, 100.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
σαργάνη — plait fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαργάνῃ — σαργάνη plait fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαργάνη — και ταργάνη, ἡ, Α 1. πλέγμα, δεσμός 2. καλάθι. [ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ., η οποία εμφανίζει επίθημα άνη (πρβλ. ορκ άνη, πλεκτ άνη). Για την εναλλαγή τών αρκτικών σ και τ , η οποία, κατά μία άποψη,… … Dictionary of Greek
σαργάναι — σαργάνη plait fem nom/voc pl σαργάνᾱͅ , σαργάνη plait fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαργάναις — σαργάνη plait fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαργάναισι — σαργάνη plait fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαργάνην — σαργάνη plait fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαργάνης — σαργάνη plait fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαργανίδιον — τὸ, Α υποκορ. τού σαργάνη*. [ΕΤΥΜΟΛ. < σαργάνη + υποκορ. κατάλ. ίδιον (πρβλ. μαχαιρ ίδιον)] … Dictionary of Greek
σαργανίς — ίδος, ἡ, Α σαργάνη*. [ΕΤΥΜΟΛ. < σαργάνη + κατάλ. ίς, ίδος (πρβλ. πινακ ίς)] … Dictionary of Greek
σαργάνας — σαργάνᾱς , σαργάνη plait fem acc pl σαργάνᾱς , σαργάνη plait fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)