-
1 σαπέρδη
-
2 σαπέρδῃ
Βλ. λ. σαπέρδη
См. также в других словарях:
σαπέρδη — σαπέρδης the fish masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαπέρδῃ — σαπέρδης the fish masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σαπέρδιον — τὸ, Α [σαπέρδης] (ως υποκορ. τού σαπέρδη) υβριστικό παρωνύμιο τής εταίρας Φρύνης … Dictionary of Greek