-
1 загнивать
σαπίζω, σήπομαι.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > загнивать
-
2 прогнивать
σαπίζω, σήπομαι.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > прогнивать
-
3 спарить
-
4 гнить
-
5 портить
портить χαλνώ, καταστρέφω· \портить здоровье καταστρέφω την υγεία μου \портиться χαλνώ· σαπίζω (гнить)* * *χαλνώ, καταστρέφωпо́ртить здоро́вье — καταστρέφω την υγεία μου
по́ртиться — χαλνώ; σαπίζω ( гнить)
-
6 проглядывать
проглядыва||тьнесов1. (просматривать) ρίχνω μιά ματιά/ φυλλομετρώ, ξεφυλλίζω (перелистывать)·2. (показываться) προβάλλω, (δια)φαίνομαι, ἐμφανίζομαι, διαγράφομαι:луна \проглядыватьла из-за туч ἡ σελήνη πρόβαλε μέσα ἀπό τά σύννεφα· \проглядыватьет солнце ὁ ήλιος βγαίνει, проглянуть сов см. проглядывать2. прогнать сов см. прогонять. прогнивать несов, прогнить сов прям., перен σαπίζω (αμετ.), σήπομαι:\проглядывать насквозь σαπίζω ἐντελώς. -
7 гноить
гною, гноишь, ρ.δ.μ. σαπίζω• αφήνω να σαπίσει•дождь гноит сено η βροχή σαπίζει το χορτάρι.
|| μτφ. λιώνω, φθίνω, μαραζώνω•-в тюрьме σαπίζω στη φυλακή.
-
8 запреть
-еетρ.σ.σαπίζω. || αρχίζω να σαπίζω. -
9 подгнить
-гнит, παρλθ. χρ. подгнил-ла, -лоρ.σ.1. σαπίζω από κάτω•-ил столб ο στύλος σάπισε από κάτω (που είναι μέσα στο χώμα)•
-ил корень дуба σάπισε η ρίζα της βαλανιδιάς.
2. σαπίζω, σήπομαι λίγο. -
10 прогноить
-ною, -ноишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. прогнонный, βρ: -нон, -ноена, -ноено; ρ.σ.μ. σαπίζω•прогноить пол σαπίζω το πάτωμα.
-
11 сгноить
сгною, сгноишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сгонный, сгноена, сгноеноρ.σ.μ. σήπω, σαπίζω•сгноить сено σαπίζω το χορτάρι.
|| μτφ. καταστρέφω, βλάπτω. -
12 портиться
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > портиться
-
13 разложиться
1. (разместиться) τακτοποιούμαι 2. (подвергнуться гниению) σαπίζω, αποσαθρώνω 3 (доводить до распада) διαλύομαι, σήπομαι, αποδιοργανώνομαι.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > разложиться
-
14 тлеть
1. (гореть без пламени) κουφοκαίω 2. (гнить) αποσυντίθεμαι, σαπίζω, αλλοιώ-μαι, σήπομαι.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > тлеть
-
15 тухнуть
I.(портиться, загнивать) σαπίζω, χαλνώ/χαλώ.II.(гаснуть) σβήνω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > тухнуть
-
16 гиить
гиитьнесов прям., перен σαπίζω, σήπομαι / ἀποσυντίθεμαι (разлагаться)/ λιμνάζω (о воде). -
17 загнивать
загниватьнесов, загнить сов σαπίζω, σήπομαι. -
18 истлевать
истлеватьнесов, истлеть сов λυώνω, σαπίζω, σήπομαι (сгнивать)/ καίομαι, ἀποτεφρώνομαι (сгорать). -
19 полусмерть
полусмерт||ьж:избить до \полусмертьи σαπίζω στό ξύλο· испугаться до \полусмерть-и μέ πιάνει φόβος καί τρόμος. -
20 портить
портитьнесов χαλ(ν)ῶ (μετ.), φθείρω, καταστρέφω / διαφθείρω, διαστρέφω (нравственно):\портить желу́док χαλ(ν)ῶ τό στομάχι μου· \портить аппетит χαλώ τήν ὅρεξη· \портить настроение кому-л. χαλ(ν)ῶ τό κέφι κάποιου· \портить себе кровь συγχίζομαι, χαλώ τό αίμα μου· \портить отношения χαλῶ τίς σχέσεις· э́то мне портит нервы αὐτό μοῦ χτυπάει στά νεῦρα \портиться χαλῶ (άμβτ.), Φθείρομαι / καταστρέφομαι (о зубах)/ σαπίζω, μουχλιάζω (об овощах):не \портиться °т жары, сырости ἀντέχει στήν ζέστη, στήν ὑγρασία[ν].
См. также в других словарях:
σαπίζω — σαπίζω, σάπισα, σαπισμένος βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
σαπίζω — Ν 1. (μτβ.) καθιστώ κάτι σάπιο, προκαλώ την αποσύνθεση οργανικού σώματος 2. (αμτβ.) γίνομαι σάποιος, υφίσταμαι σήψη, σήπομαι («σάπισε το πάτωμα από την υγρασία») 3. μτφ. διαφθείρομαι στην ψυχή ή στο πνεύμα 4. φρ. α) «τόν σάπισε στο ξύλο» τόν… … Dictionary of Greek
σαπίζω — σάπισα, σαπισμένος 1. μτβ., προκαλώ σήψη, αποσύνθεση: Η υγρασία σάπισε το ξύλο. 2. αμτβ., γίνομαι σάπιος, παθαίνω αποσύνθεση: Σάπισαν τα φρούτα. – Σάπισε το κρέας. 3. φρ., «Τον σάπισε στο ξύλο», τον έδειρε πολύ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γαγγραινιάζω — σαπίζω από γάγγραινα … Dictionary of Greek
σέπομαι — σαπίζω: Αν στείλω μήλο σέπεται, κυδώνι μαραγκιάζει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πύθω — Α προξενώ σήψη ενός πράγματος, σαπίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. πύ θω / πύ θομαι, με επίθημα θω (πρβλ. βρίθω, πλήθω) ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *pū «σαπίζω, βρομώ» που προέρχεται από ονοματοποιία επιφωνήματος *pu δηλωτικού αηδίας, σιχαμάρας, και συνδέεται με τα:… … Dictionary of Greek
περισήπομαι — Α σαπίζω από παντού, σαπίζω ολόγυρα, είμαι σάπιος εντελώς («ἐπὴν περισαπῇ», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + σήπομαι «σαπίζω»] … Dictionary of Greek
σάπισμα — το, Ν [σαπίζω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σαπίζω, η αποσύνθεση οργανικών ουσιών, σήψη 2. μτφ. ηθική διαφθορά … Dictionary of Greek
σήπομαι — ΝΜΑ, και σέπομαι Ν, και ενεργ. σήπω Α αποσυντίθεμαι, φθείρομαι από αποσύνθεση, σαπίζω αρχ. 1. ενεργ. σήπω α) προξενώ σήψη, επιφέρω αποσύνθεση («... ἔχιδν ἔφυ σήπειν θιγοῡσ ὅμαυλον οὐ δεδηγμένον», Αισχύλ.) β) φθείρω, καταστρέφω («αἱ ἡσυχίαι… … Dictionary of Greek
υποσήπω — Α (αμτβ.) αρχίζω να σαπίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + σήπω / σήπομαι «σαπίζω»] … Dictionary of Greek
Πυθώ — οῡς, ἡ, Α 1. η χώρα όπου βρίσκεται η πόλη τών Δελφών 2. οι Δελφοί. [ΕΤΥΜΟΛ. Τοπωνύμιο άγνωστης ετυμολ. Οι Αρχαίοι είχαν συνδέσει τη λ. με το ρ. πύθομαι «σαπίζω, αποσυντίθεμαι», λόγω τής αποσύνθεσης τού ερπετού που είχε σκοτώσει εκεί ο Απόλλων. Η… … Dictionary of Greek