-
1 σωφροσυνη
эп. σαοφροσύνη (ῠ) ἥ1) благоразумие, рассудительность, здравый смысл Hom., Thuc., Xen.2) сдержанность, воздержность, уравновешенность; умеренность, скромность Plat., Arst.
См. также в других словарях:
σαοφροσύνη — fem nom/voc sg (attic epic ionic) σωφροσύνη soundness of mind fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαοφροσύνῃ — σαοφροσύνη fem dat sg (attic epic ionic) σωφροσύνη soundness of mind fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαοφροσύνη — ἡ, Α (ποιητ. τ.) βλ. σωφροσύνη … Dictionary of Greek
σαοφροσύνην — σαοφροσύνη fem acc sg (attic epic ionic) σωφροσύνη soundness of mind fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαοφροσύνης — σαοφροσύνη fem gen sg (attic epic ionic) σωφροσύνη soundness of mind fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαοφροσύνῃσι — σαοφροσύνη fem dat pl (epic ionic) σωφροσύνη soundness of mind fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαοφροσύνῃσιν — σαοφροσύνη fem dat pl (epic ionic) σωφροσύνη soundness of mind fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαοφροσύνα — σαοφροσύνᾱ , σαοφροσύνη fem nom/voc/acc dual σαοφροσύνᾱ , σαοφροσύνη fem nom/voc sg (doric aeolic) σαοφροσύνᾱ , σωφροσύνη soundness of mind fem nom/voc/acc dual (epic) σαοφροσύνᾱ , σωφροσύνη soundness of mind fem nom/voc sg (epic doric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαοφροσύνας — σαοφροσύνᾱς , σαοφροσύνη fem acc pl σαοφροσύνᾱς , σαοφροσύνη fem gen sg (doric aeolic) σαοφροσύνᾱς , σωφροσύνη soundness of mind fem acc pl (epic) σαοφροσύνᾱς , σωφροσύνη soundness of mind fem gen sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταθερός — ή, ό / σταθερός, ά, όν, ΝΜΑ, θηλ. και ά, Ν, και σταθηρός, ά, όν και ιων. τ. θηλ. ή, Α 1. αυτός που στέκεται στερεά, ευσταθής, αμετακίνητος (α. «σταθερό έδαφος» β. «σταθερό κτήριο» γ. «σταθερά γαῑα», Οππ.) 2. (κυριολ. και μτφ.) αμετάβλητος (α.… … Dictionary of Greek
σωφροσύνη — η, ΝΜΑ, και ποιητ. τ. σαοφροσύνη και δωρ. τ. σωφροσύνα Α [σώφρων, ονος] το να είναι κανείς σώφρων, συνετός, η σύνεση, η φρονιμάδα (α. «τόν σέβονταν για τη μόρφωση και τη σωφροσύνη του» β. «ἀληθείας καὶ σωφροσύνης ῥήματα», ΚΔ γ. «αἰδὼς σωφροσύνης… … Dictionary of Greek