-
1 σαντονικόν
σαντονικόνwormwood: neut nom /voc /acc sg -
2 σαντονικόν
σαντονικόν, τό, a kind ofGreek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σαντονικόν
-
3 σαντονικόν
Grammatical information: n.Meaning: `a variety of absinthe, from the Santones in Gaule.Origin: GR [a formation built with Greek elements]Etymology: The word is clearly derived from the name of the people.Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > σαντονικόν
-
4 σαντονικού
-
5 σαντονικοῦ
-
6 σέριφον
σέρῑφον, τό, a kind ofII γραῦς σέριφος or σερίφη, an insect, = μάντις 11, a name used for an old maid, Zen.2.94, Suid.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σέριφον
См. также в других словарях:
σαντονικόν — wormwood neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαντονικοῦ — σαντονικόν wormwood neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαντονίνη — η, Ν (φαρμ.) τοξικό φάρμακο που λαμβάνεται από τα αποξηραμένα άνθη διαφόρων ασιατικών ειδών τού γένους φυτών αρτεμισία και χρησιμοποιήθηκε στο παρελθόν ως ένα από τα πρώτα ανθελμινθικά, ωσότου αντικαταστάθηκε από άλλα, πιο αποτελεσματικά και… … Dictionary of Greek