Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

σαντάλινος

См. также в других словарях:

  • σαντάλινος — η, ο / σαντάλινος, ίνη, ον, ΝΑ αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο φυτό σάνταλο ή αυτός που εξάγεται από σάνταλο («σαντάλινο έλαιο»). [ΕΤΥΜΟΛ. < σάνταλον + κατάλ. ινος (πρβλ. ξύλ ινος)] …   Dictionary of Greek

  • σαντάλινος — η, ο αυτός που παράγεται από το φυτό σάνταλο: Σαντάλινο έλαιο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πτερόκαρπος — (pterocarpus). Δικοτυλήδονο φυτό της οικογένειας των ψυχανθών. Αριθμεί περίπου 45 είδη. Όλα τα είδη ευδοκιμούν στις τροπικές περιοχές. Οι π. είναι δένδρα ή θάμνοι, με φύλλα πτεροσχιδή. Τα άνθη τους είναι κίτρινα και μερικές φορές λευκά. Ο καρπός… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»