-
1 σαντάλινος
A v. σαγάλινος. [full] σαντοίκιον, v. σανδύκιον.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σαντάλινος
-
2 σαγάλινος
A of sandalwood (in view of Skt. candanam 'sandal-wood' and Gr. σάνδανον, q.v.), in Peripl.M.Rubr.36.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σαγάλινος
См. также в других словарях:
σαντάλινος — η, ο / σαντάλινος, ίνη, ον, ΝΑ αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο φυτό σάνταλο ή αυτός που εξάγεται από σάνταλο («σαντάλινο έλαιο»). [ΕΤΥΜΟΛ. < σάνταλον + κατάλ. ινος (πρβλ. ξύλ ινος)] … Dictionary of Greek
σαντάλινος — η, ο αυτός που παράγεται από το φυτό σάνταλο: Σαντάλινο έλαιο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πτερόκαρπος — (pterocarpus). Δικοτυλήδονο φυτό της οικογένειας των ψυχανθών. Αριθμεί περίπου 45 είδη. Όλα τα είδη ευδοκιμούν στις τροπικές περιοχές. Οι π. είναι δένδρα ή θάμνοι, με φύλλα πτεροσχιδή. Τα άνθη τους είναι κίτρινα και μερικές φορές λευκά. Ο καρπός… … Dictionary of Greek