-
41 προσορμίζω
A bring a ship to anchor at or near, Κνίδῳ προσορμίσαι (sc. τὴν ναῦν) Luc. Am.11, cf. PTeb.802.11 (ii B.C.);π. τοῖς αἰγιαλοῖς Iamb.VP3.14
;πρὸς τὴν Σιφνίων χώραν IG12(5).653.12
(Syros, perh. i B.C.):—in early writers only [voice] Med., come to anchor near a place, ; πρὸς τουτους (sc. λιμένας)μὴ προσορμίζου D.25.84
; ποῖ οὖν προσορμιούμεθα; Id.4.44;προσορμισάμενος τῇ Σαμοθρᾴκῃ Plu.Aem.26
:—later in [voice] Pass.,προσορμισθεὶς τῷ αἰγιαλῷ Arr.An.6.20.4
, cf. Plu.2.601f;τῇ Νάξῳ προσωρμίσθη Ael.VH8.5
, cf. Ev.Marc.6.53: metaph.,π. τοῖς μύθοις Philostr.Her.11
;εὐγένειαι π. τοῖς φαυλοτάτοις Ph.2.38
(nisi leg. προσοριζ-).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσορμίζω
-
42 Σάμος
1 old name for Κεφαλληνία (q.v.), Il.2.634, Od.4.671; also called Σάμη, 1.246, h.Ap. 429; though this, acc. to others, is a town on the island: hence Adj. [full] Σαμαῖος, α, ον, Str.10.2.13.2 Σάμος Θρηϊκίη, v. Σαμοθρᾴκη.3 Samos, the large island over against Ephesus, first in h.Ap.41: hence Adj. [full] Σάμιος, α, ον, Hdt.1.70, etc.; ἡ Σαμία (sc. γῆ) ibid., Thphr.Lap.62; also Σ. ἀστήρ, clay with medicinal properties, Gal.12.178:—[full] Σαμιακός, ή, όν, Cratin.13. (Acc. to Str.8.3.19, 10.2.17, σάμος was an old word signifying a height.)
См. также в других словарях:
Σαμοθράκη — Νησί του βορειοανατολικού Αιγαίου, ΝΔ των εκβολών του Έβρου, 24 μίλια περίπου από την Αλεξανδρούπολη. Ελλειψοειδούς σχήματος (22 χλμ., μέγιστο μήκος και 13 μέγιστο πλάτος) έχει έκταση 178 τ. χλμ., πληθυσμό 3.083 κατ., και αποτελεί διοικητικά… … Dictionary of Greek
Σαμοθράκη — Sp Samotrãkė Ap Σαμοθράκη/Samothraki L s. Egėjo j. ir g tė joje, ŠR Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
Σαμοθρᾴκη — Σᾱμοθρᾴκη , Σαμοθρᾴκη fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σαμοθρᾴκῃ — Σᾱμοθρᾴκῃ , Σαμοθρᾴκη fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαμοθρᾴκιον — Σαμοθρᾴκη masc acc sg Σαμοθρᾴκη neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Самофракия — (Σαμοθράκη или Σάμος Θρηϊκίη) о в в Эгейском море, один из так наз. северных Спорадов , в 5 1/2 милях от фракийского берега, против устья Гебра (Марицы). На С. гора Саока, вышиной в 1600 м. С. упоминается уже у Гомера. Относительно древнейших… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
σαμοθρηικίη — Σαμοθρᾴκη fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαμοθρηίκια — Σαμοθρᾴκη neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαμοθρᾳκίοις — Σαμοθρᾴκη masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαμοθρᾴκια — Σαμοθρᾴκη neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαμοθρᾴκιος — Σαμοθρᾴκη masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)