-
1 Σαμιακος
-
2 Σαμιακός
Σαμιακόςa height.masc nom sg -
3 σαμιακός
η, ό[ν] см. σαμιώτικος -
4 Σαμιακά
Σαμιακόςa height.neut nom /voc /acc plΣαμιακά̱, Σαμιακόςa height.fem nom /voc /acc dualΣαμιακά̱, Σαμιακόςa height.fem nom /voc sg (doric aeolic) -
5 Σαμιακόν
Σαμιακόςa height.masc acc sgΣαμιακόςa height.neut nom /voc /acc sg -
6 Σαμιακούς
Σαμιακόςa height.masc acc pl -
7 Σαμιακή
Σαμιακόςa height.fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
8 Σαμιακήν
Σαμιακόςa height.fem acc sg (attic epic ionic) -
9 Σαμιακών
-
10 Σαμιακῶν
-
11 ἰχθύ-πρωρος
ἰχθύ-πρωρος, mit einer Fischschnauze, Hesych. v. Σαμιακός, l. d.
-
12 Σαμιακή
-
13 Σαμιακῇ
-
14 Σαμιακής
-
15 Σαμιακῆς
-
16 Σαμιακοίς
-
17 Σαμιακοῖς
-
18 Σαμιακού
-
19 Σαμιακοῦ
-
20 Σάμαινα
A a ship of Samian build, Plu.Per.26; used as a stamp on Samian coins, Duris 66 J., cf. Hsch. s.v. Σαμιακὸς τρόπος (= Cratin.13), Head Hist.Num.2p.603.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Σάμαινα
- 1
- 2
См. также в других словарях:
σαμιακός — σαμιακός, ή, ό και σαμιώτικος, η, ο αυτός που αναφέρεται στη Σάμο ή προέρχεται από τη Σάμο: Σαμιακός πόλεμος. – Σαμιώτικο κρασί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Σαμιακός — a height. masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαμιακός — ή, ό / σαμιακός, ή, όν, ΝΑ [Σάμος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην νήσο Σάμο ή αυτός που προέρχεται από την Σάμο, ο σαμιώτικος («σαμιακό κρασί») νεοελλ. φρ. «Σαμιακός Κώδιξ» (νομ.) ο αστικός κώδικας που ίσχυε στην Σάμο από το 1899 μέχρι το… … Dictionary of Greek
Σαμιακά — Σαμιακός a height. neut nom/voc/acc pl Σαμιακά̱ , Σαμιακός a height. fem nom/voc/acc dual Σαμιακά̱ , Σαμιακός a height. fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σαμιακῶν — Σαμιακός a height. fem gen pl Σαμιακός a height. masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σαμιακόν — Σαμιακός a height. masc acc sg Σαμιακός a height. neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σαμιακοῖς — Σαμιακός a height. masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σαμιακοῦ — Σαμιακός a height. masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σαμιακούς — Σαμιακός a height. masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σαμιακῆς — Σαμιακός a height. fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σαμιακῇ — Σαμιακός a height. fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)