-
1 σαμβαλίσκος
σαμβαλίσκοςmasc nom sg -
2 σαμβαλίσκων
σαμβαλίσκοςmasc gen pl -
3 σάμβαλον
A v. σάνδαλον, σανδαλίσκος.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σάμβαλον
-
4 σανδαλίσκος
σανδαλ-ίσκος, ὁ, Dim. of σάνδαλον, Ar.Ra. 406 (s.v.l., τὸ -κον Blass):—also [full] σαμβᾰλίσκος, ὁ, heterocl. pl. - ίσκα, Hippon.18.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σανδαλίσκος
См. также в других словарях:
σαμβαλίσκος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαμβαλίσκος — ὁ, Α (αιολ. τ.) βλ. σανδαλίσκος … Dictionary of Greek
σαμβαλίσκων — σαμβαλίσκος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σανδαλίσκος — ὁ, και αιολ. τ. σαμβαλίσκος και ετερόκλιτος τ. πληθ. σανδαλίσκα, Α υποκορ. μικρό σάνδαλο, μικρό σανδάλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάνδαλον / σάμβαλον + υποκορ. κατάλ. ίσκος (πρβλ. οβελ ίσκος)] … Dictionary of Greek