Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

σαμβᾰλίσκος

См. также в других словарях:

  • σαμβαλίσκος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαμβαλίσκος — ὁ, Α (αιολ. τ.) βλ. σανδαλίσκος …   Dictionary of Greek

  • σαμβαλίσκων — σαμβαλίσκος masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σανδαλίσκος — ὁ, και αιολ. τ. σαμβαλίσκος και ετερόκλιτος τ. πληθ. σανδαλίσκα, Α υποκορ. μικρό σάνδαλο, μικρό σανδάλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάνδαλον / σάμβαλον + υποκορ. κατάλ. ίσκος (πρβλ. οβελ ίσκος)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»