-
1 σαμβυκιστρια
-
2 σαμβῡκίστρια
σαμβῡκίστρια, ἡ, eine die Sambyke Spielende; Plut. Cleom. 35; Philem. bei Ath. IV, 175 d.
-
3 σαμβῡκίστρια
σαμβῡκίστρια, ἡ, eine die Sambyke Spielende -
4 σαμβυκη
(ῡ) ἥ самбука1) маленькая четырехструнная арфа, издававшая очень высокие звуки Arst.2) осадная машина треугольной формы Polyb., Plut.3) Polyb. = σαμβυκίστρια См. σαμβυκιστρια -
5 σαμβύκη
A a triangular musical instrument with four strings, Arist.Pol. 1341b1, Neanth.5 J., Juba 73; of barbaric origin, Str.10.3.17. (Aramaic sabbekhā (perh. not Semitic), with m inserted, as in Ἀμβακούμ = Habakkuk. etc.).2 = σαμβυκίστρια, Plb.5.37.10; with pun on signf. 11, Id.8.6.6.II an engine of like form used in sieges, Id.8.4.8, al., Bito 57.1, Plu.Marc.15, Ath.Mech.27.7, App.Mith.26.—Cf. σάμβυξ. [Penult. long in sambūca, Pers.5.95.]Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σαμβύκη
См. также в других словарях:
σαμβυκίστρια — η, ΝΑ βλ. σαμβυκιστής … Dictionary of Greek
Самбика — Самбика, самбука (греч. σαμβύκη, лат. sambuca) древнегреческий струнный щипковый инструмент типа треугольной арфы, вероятно, завезённый в Грецию с Ближнего Востока. Большинство авторов описывают самбику как инструмент небольшого размера с… … Википедия
σαμβυκιστής — ο, θηλ. σαμβυκίστρια, ΝΑ (στην αρχαία Ελλάδα) άτομο που έπαιζε την σαμβύκη. [ΕΤΥΜΟΛ. < σαμβύκη + κατάλ. ιστής (< ρ. σε ίζω)] … Dictionary of Greek
σαμβύκη — η, ΝΑ έγχορδο οξύφθογγο μουσικό όργανο τών αρχαίων, τριγωνικού σχήματος, είδος άρπας με τέσσερεις ή και περισσότερες χορδές το οποίο χρησιμοποιήθηκε κυρίως στην Συρία, στην Φοινίκη και στην Αίγυπτο, αλλά ήλθε και στην Ελλάδα αρχ. 1. (στους… … Dictionary of Greek