Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

σαμαρώνω

См. также в других словарях:

  • σαμαρώνω — σαμαρώνω, σαμάρωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • σαμαρώνω — Ν [σαμάρι] 1. τοποθετώ σαμάρι στη ράχη υποζυγίου 2. μτφ. αναγκάζω ατίθασο άτομο να συμμορφωθεί …   Dictionary of Greek

  • σαμαρώνω — σαμάρωσα, σαμαρώθηκα, σαμαρωμένος, βάζω σαμάρι στη ράχη κάποιου ζώου: Σαμάρωσε το μουλάρι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σαμάρωμα — το, Ν [σαμαρώνω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σαμαρώνω, η τοποθέτηση σαμαριού στη ράχη υποζυγίου 2. μτφ. συμμόρφωση ατίθασου ατόμου …   Dictionary of Greek

  • επισάττω — ἐπισάττω και ἐπισάσσω (Α) [σάττω] τοποθετώ σάγμα (σαμάρι) ή σέλλα σε υποζύγιο, σαμαρώνω, σελλώνω αρχ. 1. φορτώνω πάνω σε κάτι («τὰς δὲ διφθέρας ἐπισάξαντες ἐπὶ τοὺς ὄνους ἀπελαύνουσι εἰς τοὺς Ἀρμενίους», Ηρόδ.) 2. φορτώνω κάποιον με κάτι… …   Dictionary of Greek

  • επισκευάζω — (AM ἐπισκευάζω) [σκευή] επαναφέρω κάτι σε καλή κατάσταση, διορθώνω αρχ. 1. ετοιμάζω, παρασκευάζω («τὸ δεῑπνον αὐτοῑς ἔστ’ ἐπεσκευασμένον») 2. (για πλοία) συμπληρώνω τον εξοπλισμό («ἐπισκευάσας λέμβους... ἐξαπέστειλε», Πολ.) 3. (για ζώα) σαμαρώνω… …   Dictionary of Greek

  • επιστορέννυμι — ἐπιστορέννυμι και ἐπιστόρνυμι (Α) 1. επιστρώνω («ἐστόρεσαν δ’ ἐπὶ δέρμα» έστρωσαν δέρμα πάνω στην κλίνη, Ομ. Οδ.) 2. σαμαρώνω («κάμηλος ἀλουργίδι ἐπέστρωτο», Λουκιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + στόρνυμι «στρώνω»] …   Dictionary of Greek

  • επιστρώνω — (Μ ἐπιστρώνω Α ἐπιστρώννυμι και ἐπιστρωννύω) [στρώνω] 1. στρώνω, απλώνω κάτι επάνω σε κάτι άλλο ή σε μια επιφάνεια 2. σαμαρώνω …   Dictionary of Greek

  • ξεσαμαρώνω — 1. βγάζω το σαμάρι από το υποζύγιο 2. μέσ. ξεσαμαρώνομαι α) (για υποζύγιο) μού πέφτει το σαμάρι, μένω χωρίς σαμάρι β) (για πρόσ.) χάνω κάθε ηθικό φραγμό, εκτραχηλίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * + σαμαρώνω] …   Dictionary of Greek

  • σάττω — ΝΑ, και ιων. τ. σάσσω Α νεοελλ. σελώνω, σαμαρώνω μσν. καταβυθίζω αρχ. 1. γεμίζω εντελώς, γεμίζω μέχρι επάνω («πᾱς δ ἀνὴρ ἔσαττε τεῡχος ἡ κόϊκ ἢ κωρύκους», Φερεκρ.) 2. παραφουσκώνω, παραγεμίζω 3. τακτοποιώ κάτι εναποθέτοντάς το σε αλλεπάλληλα… …   Dictionary of Greek

  • σαγίζω — και σαΐζω Ν [σαγή] τοποθετώ σαμάρι ή σέλα στο υποζύγιο, σαμαρώνω, σελώνω …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»