-
1 σαμαρώνω
μετ. седлать; вьючить -
2 σαμαρώνω
[самароно] р. седлать вьючным седлом,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > σαμαρώνω
-
3 σαμαρώνω
[самароно] ρ седлать вьючным седлом. -
4 седлать
ρ.δ.μ.1. σελώνω• σαμαρώνω•седлать коня σελώνω το άλογο•
седлать осла σαμαρώνω το γάιδαρο.
2. μτφ. (στρατ.) κυριεύω, καβαλικεύω ύψωμα.σελώνομαι, σαμαρώνομαι. -
5 вьючить
вьюч||итьнесов σαμαρώνω/ φορτώνω (нагружать). -
6 σάττω
(αόρ. έσαξα) см. σαμαρώνω -
7 завьючить
-чу, -чишьρ.σ.μ.σαμαρώνω,• φορτώνω. -
8 объездить
-зжу, -ездишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. объезженный, βρ: -жен, -а, -оρ.σ.μ.1. βλ. объехать (1 σημ.).2. συνηθίζω στη ζεύξη, σαμάρωμα, σέλωμα ζεύω, σαμαρώνω, σελώνω. -
9 оседлать
ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ос-дланный, βρ: -лан, -а, -о.1. σελώνω• σαμαρώνω•оседлать коня σελώνω το άλογο.
|| φορώ, βάζω•оседлать нос очками βάζω τα ματογυάλια.
|| ιππεύω, καβαλικεύω. || μτφ. επιβάλλομαι, υποτάσσω, καβαλικεύω.2. (στρατ.) εγκατασταίνο-μαι, κρατώ. -
10 подседлать
ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. подсёдланный, βρ: -лан, -а, -оρ.σ.μ.σελώνω, σαμαρώνω, σαγίζω.
См. также в других словарях:
σαμαρώνω — σαμαρώνω, σαμάρωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
σαμαρώνω — Ν [σαμάρι] 1. τοποθετώ σαμάρι στη ράχη υποζυγίου 2. μτφ. αναγκάζω ατίθασο άτομο να συμμορφωθεί … Dictionary of Greek
σαμαρώνω — σαμάρωσα, σαμαρώθηκα, σαμαρωμένος, βάζω σαμάρι στη ράχη κάποιου ζώου: Σαμάρωσε το μουλάρι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σαμάρωμα — το, Ν [σαμαρώνω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σαμαρώνω, η τοποθέτηση σαμαριού στη ράχη υποζυγίου 2. μτφ. συμμόρφωση ατίθασου ατόμου … Dictionary of Greek
επισάττω — ἐπισάττω και ἐπισάσσω (Α) [σάττω] τοποθετώ σάγμα (σαμάρι) ή σέλλα σε υποζύγιο, σαμαρώνω, σελλώνω αρχ. 1. φορτώνω πάνω σε κάτι («τὰς δὲ διφθέρας ἐπισάξαντες ἐπὶ τοὺς ὄνους ἀπελαύνουσι εἰς τοὺς Ἀρμενίους», Ηρόδ.) 2. φορτώνω κάποιον με κάτι… … Dictionary of Greek
επισκευάζω — (AM ἐπισκευάζω) [σκευή] επαναφέρω κάτι σε καλή κατάσταση, διορθώνω αρχ. 1. ετοιμάζω, παρασκευάζω («τὸ δεῑπνον αὐτοῑς ἔστ’ ἐπεσκευασμένον») 2. (για πλοία) συμπληρώνω τον εξοπλισμό («ἐπισκευάσας λέμβους... ἐξαπέστειλε», Πολ.) 3. (για ζώα) σαμαρώνω… … Dictionary of Greek
επιστορέννυμι — ἐπιστορέννυμι και ἐπιστόρνυμι (Α) 1. επιστρώνω («ἐστόρεσαν δ’ ἐπὶ δέρμα» έστρωσαν δέρμα πάνω στην κλίνη, Ομ. Οδ.) 2. σαμαρώνω («κάμηλος ἀλουργίδι ἐπέστρωτο», Λουκιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + στόρνυμι «στρώνω»] … Dictionary of Greek
επιστρώνω — (Μ ἐπιστρώνω Α ἐπιστρώννυμι και ἐπιστρωννύω) [στρώνω] 1. στρώνω, απλώνω κάτι επάνω σε κάτι άλλο ή σε μια επιφάνεια 2. σαμαρώνω … Dictionary of Greek
ξεσαμαρώνω — 1. βγάζω το σαμάρι από το υποζύγιο 2. μέσ. ξεσαμαρώνομαι α) (για υποζύγιο) μού πέφτει το σαμάρι, μένω χωρίς σαμάρι β) (για πρόσ.) χάνω κάθε ηθικό φραγμό, εκτραχηλίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * + σαμαρώνω] … Dictionary of Greek
σάττω — ΝΑ, και ιων. τ. σάσσω Α νεοελλ. σελώνω, σαμαρώνω μσν. καταβυθίζω αρχ. 1. γεμίζω εντελώς, γεμίζω μέχρι επάνω («πᾱς δ ἀνὴρ ἔσαττε τεῡχος ἡ κόϊκ ἢ κωρύκους», Φερεκρ.) 2. παραφουσκώνω, παραγεμίζω 3. τακτοποιώ κάτι εναποθέτοντάς το σε αλλεπάλληλα… … Dictionary of Greek
σαγίζω — και σαΐζω Ν [σαγή] τοποθετώ σαμάρι ή σέλα στο υποζύγιο, σαμαρώνω, σελώνω … Dictionary of Greek