Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

σαλάβη

См. также в других словарях:

  • σαλάβη — fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαλάβη — ἡ, Α (δ. γρφ.) βλ. σαλάμβη …   Dictionary of Greek

  • σαλάβην — σαλάβη fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σάλαβος — ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) σαλάμβη*. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τού σαλάβη / σαλάμβη*] …   Dictionary of Greek

  • σαλάμβη — και, κατά τον Ησύχ. και τον Φώτ., σαλάβη, ἡ, Α (ποιητ. τ.) φεγγίτης ή καπνοδόχος. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Κατά μία άποψη, όχι τόσο πιθανή, η λ. προέρχεται από τη Σημιτική] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»