-
1 σαλπίζω
A : [tense] aor.ἐσάλπιγξα X.An.1.2.17
, Archipp.19; [dialect] Ep. σάλπιγξα (v. infr.):—later, [tense] fut.σαλπίσω 1 Ep.Cor.15.52
: [tense] aor. , Luc.Ocyp. 114, Ath.4.130b, etc.:—[voice] Pass., [tense] pf. σεσάλπιγκται ([etym.] περι-) Eudamidas ap. Stob.4.13.65:—[full] σαλπίσσω is Tarentine, Eust.1654.24, An.Ox.1.62; [full] σαλπίττω [dialect] Att., ap. Phot., Luc.Jud.Voc.10, v.l. in Poll.4.86; [full] σαλπίδδω [dialect] Boeot., An.Ox.4.325:— sound the trumpet, σάλπιγξι ῥυθμοὺς ς. X.An.7.3.32: c. acc. cogn.,σ. πολέμου κτύπον Batr.200
;σ. ἀνακλητικόν AP11.136
(Lucill.);λιγὺν ἦχον Hedyl.
ap. Ath.11.497d;τὸ.. δείπνου σημεῖον Ath.4.130b
: abs.,ὅταν ποιῇς ἐλεημοσύνην, μὴ σαλπίσῃς ἔμπροσθέν σου Ev.Matt.6.2
: metaph., ἀμφὶ δὲ σάλπιγξεν μέγας οὐρανός heaven trumpeted around, Il.21.388: impers., ἐπεὶ ἐσάλπιγξε (sc. ὁ σαλπιγκτής ) when the trumpet sounded, X.An.1.2.17, cf. 1 Ep.Cor.15.52.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σαλπίζω
См. также в других словарях:
πίφι(γ)ξ — και πίφηξ, γγος, ὁ, Α 1. είδος άγνωστου πτηνού 2. (κατά τον Ησύχ.) «κορυδαλλός». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από το θ. τών τ. πιπ ίζω*, πιπ ῶ* και το εκφραστικό επίθημα ιγξ (πρβλ. σάλπ ιγξ, στρ ίγξ) με ανομοιοτική τροπή τού ψιλού –π στο… … Dictionary of Greek