-
1 σαλπιστικός
σαλπιστικός, zum Trompeter, zur Trompete gehörig, im Trompeten geübt (?).
-
2 σαλπιστικός
σαλπιστικός, zum Trompeter, zur Trompete gehörig, im Trompeten geübt
См. также в других словарях:
σαλπιστικός — ή, όν, Α [σαλπίζω] αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή προσιδιάζει σε σάλπιγγα ή αυτός που προέρχεται από σάλπιγγα («σαλπιστικὰ κρούσματα», Πολυδ.) … Dictionary of Greek
σαλπιστικά — σαλπιστικός of neut nom/voc/acc pl σαλπιστικά̱ , σαλπιστικός of fem nom/voc/acc dual σαλπιστικά̱ , σαλπιστικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαλπιστική — σαλπιστικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)