-
1 σαλπισμός
σαλπισμός, ὁ, das Trompeten (?).
-
2 σαλπισμός
σαλπισμός, ὁ, das Trompeten -
3 περι-σαλπισμός
περι-σαλπισμός, ὁ, das Blasen mit der Trompete umher, Sp.
-
4 περισαλπισμός
περι-σαλπισμός, ὁ, das Blasen mit der Trompete umher
См. также в других словарях:
σαλπισμός — trumpet call masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαλπισμός — ή σαλπιγμός, ὁ, Α [σαλπίζω] ο ήχος τής σάλπιγγας … Dictionary of Greek
σαλπισμοί — σαλπισμός trumpet call masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαλπισμοῦ — σαλπισμός trumpet call masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαλπισμόν — σαλπισμός trumpet call masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)