Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

σαλπισμός

См. также в других словарях:

  • σαλπισμός — trumpet call masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαλπισμός — ή σαλπιγμός, ὁ, Α [σαλπίζω] ο ήχος τής σάλπιγγας …   Dictionary of Greek

  • σαλπισμοί — σαλπισμός trumpet call masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαλπισμοῦ — σαλπισμός trumpet call masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαλπισμόν — σαλπισμός trumpet call masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»