-
1 σαλπικτάς
σαλπικτά̱ς, σαλπιγκτήςtrumpeter: masc acc plσαλπικτά̱ς, σαλπιγκτήςtrumpeter: masc nom sg (epic doric aeolic)σαλπικτά̱ς, σαλπικτήςtrumpeter: masc acc plσαλπικτά̱ς, σαλπικτήςtrumpeter: masc nom sg (epic doric aeolic) -
2 σαλπιγκτής
A trumpeter, Th.6.69, X.An. 4.3.29, Ascl.Tact.2.9, 6.3, etc.; this spelling has the best MS. authority and occurs in Phld.Rh.2.299 S., but has not been found in [dialect] Att. Inscrr.; [full] σαλπικτής, SIG153.68 (Delos, iv B.C.), IG3.1288, POxy.519.16 (ii A.D.), etc.; [dialect] Boeot. [full] σαλπικτάς IG7.1773 (Thespiae, ii A.D.), [full] σαλπιγκτάς ib.3195 (Orchom., i B.C.); later [full] σαλπιστής, ib.9(2).525.4 (Thessaly, ii B.C.), 3.1285 (Attica, i A.D.), 7.3196 (Orchom. [dialect] Boeot.), Sammelb.4591.3, etc.; also in Plb.1.45.13, D.H.4.17, Apoc.18.22, etc.2 = ὄρνις ὁμοίως σάλπιγγι φθεγγόμενος, Phot.; = ὀρχίλος, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σαλπιγκτής
-
3 συνηχέω
A sound together or in accord,τὰ χαλκεῖα καὶ τὰ κέρατα Arist.Aud. 801b9
, cf. Plu.CG3, Ant.18;τοὺς σαλπικτὰς σ. κελεύσας D.C.51.9
.II ring with, echo to,ὡς συνηχεῖν αὐτοῖς τὴν ἀγοράν Thphr.Char.6.10
, cf. Plb.2.29.6, Ph.2.153, al.:—[voice] Pass.,πόλεις κελάδοις -εῖσθαι Posidon.10
J.III trans.,γυναῖκες -ηχοῦσι κωκυτόν J.BJ 3.7.26
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συνηχέω
См. также в других словарях:
σαλπικτάς — σαλπικτά̱ς , σαλπιγκτής trumpeter masc acc pl σαλπικτά̱ς , σαλπιγκτής trumpeter masc nom sg (epic doric aeolic) σαλπικτά̱ς , σαλπικτής trumpeter masc acc pl σαλπικτά̱ς , σαλπικτής trumpeter masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαλπιγκτής — ο, ΝΜΑ, και σαλπιστής ΝΑ, και σαλπιχτής Ν, και σαλπικτής και σαλπιγκτήρ, ῆρος και βοιωτ. τ. σαλπικτάς και σαλπιγκτάς Α αυτός που σαλπίζει, που παίζει σάλπιγγα νεοελλ. 1. στρ. στρατιώτης τού οποίου έργο είναι να σαλπίζει τα παραγγέλματα για έγερση … Dictionary of Greek