-
1 σαλπίγγιον
σαλπίγγιονtube: neut nom /voc /acc sg -
2 σαλπίγγιον
2 name of a plant, = ἵππουρις, Gp.2.6.27.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σαλπίγγιον
-
3 σαλπιγγίου
σαλπίγγιονtube: neut gen sg -
4 ἰσκάνδιον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἰσκάνδιον
См. также в других словарях:
σαλπίγγιον — tube neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαλπίγγιον — τὸ, ΜΑ [σάλπιγξ, ιγγος] μσν. είδος ένυδρου φυτού, ἱππουρίς* αρχ. (με υποκορ. σημ.) μικρή σάλπιγγα … Dictionary of Greek
σαλπιγγίου — σαλπίγγιον tube neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)