Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

σακεσφόρος

См. также в других словарях:

  • σακεσφόρος — shieldbearing masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σακεσφόρος — (I) ον, Α (ποιητ. τ.) (ως προσωνυμία τού Αίαντος) ασπιδοφόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σακεσ τού σιγμόληκτου σάκος, τὸ, «ασπίδα» + φόρος* (πρβλ. τελεσ φόρος)]. (II) ον, Α (ποιητ. τ.) (ως προσωνυμία τού δημαγωγού Επικράτους) αυτός που έχει γενειάδα.… …   Dictionary of Greek

  • σακεσφόρον — σακεσφόρος shieldbearing masc/fem acc sg σακεσφόρος shieldbearing neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σακεσφόρε — σακεσφόρος shieldbearing masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σακεσφόροι — σακεσφόρος shieldbearing masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σακεσφόρου — σακεσφόρος shieldbearing masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σακεσφόρους — σακεσφόρος shieldbearing masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σακεσφόρῳ — σακεσφόρος shieldbearing masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -φορος — ΝΜΑ β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων, αρσενικών και θηλυκών, και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα φορ τής ρίζας τού ρήματος φέρω* και απαντά σε μεγάλο αριθμό συνθέτων (σχεδόν… …   Dictionary of Greek

  • σακοφόρος — ον, Α σακεσφόρος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάκος «ασπίδα» + φόρος* (< φέρω)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»