-
1 σακ(κ)ίδιο(ν)
1) вещевой мешок, рюкзак; ранец;2):σακ(κ)ίδιο(ν) (κυρίας) — дамская сумочка
-
2 σακ(κ)ίδιο(ν)
1) вещевой мешок, рюкзак; ранец;2):σακ(κ)ίδιο(ν) (κυρίας) — дамская сумочка
-
3 σακ(κ)ίδιο(ν)
1) вещевой мешок, рюкзак; ранец;2):σακ(κ)ίδιο(ν) (κυρίας) — дамская сумочка
-
4 σακ(κ)ίδιο(ν)
1) вещевой мешок, рюкзак; ранец;2):σακ(κ)ίδιο(ν) (κυρίας) — дамская сумочка
См. также в других словарях:
Αϊτή — Νησιωτικό κράτος της Καραϊβικής θάλασσας, στην Κεντρική Αμερική.Βρέχεται στα Β από τον Ατλαντικό ωκεανό, στα Δ και Ν από την Καραϊβική θάλασσα, ενώ στα Α συνορεύει με τη Δομινικανή Δημοκρατία, με την οποία μοιράζονται το έδαφος του νησιού… … Dictionary of Greek
Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… … Dictionary of Greek
Ολλανδία — I Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με το Βέλγιο, Α με τη Γερμανία, και βρέχεται Β από τη Βόρεια θάλασσα.Το σημερινό έδαφος της Ο. προέκυψε μετά την αποχώρηση του Βελγίου, το 1830, από το βασίλειο της Ο., το οποίο είχε δημιουργηθεί το 1815 … Dictionary of Greek