Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

σαγάπηνον

См. также в других словарях:

  • σαγάπηνον — Ferula persica neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαγαπήνου — σαγάπηνον Ferula persica neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαγάπηνο — το / σαγάπηνον, ΝΑ είδος τού φυτού νάρθηξ αρχ. η ρητίνη που εξάγεται από αυτό το φυτό. [ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη, πρόκειται για λ. περσικής προέλευσης] …   Dictionary of Greek

  • σαγαπηνίζω — Α [σαγάπηνον] έχω οσμή ή γεύση όμοια με σαγάπηνο …   Dictionary of Greek

  • σαγαπηνός — ή, όν, Α [σαγάπηνον] φρ. «σαγαπηνὸς ὀπός» το σαγάπηνο …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»