-
1 σίφνις
-
2 σιπύα
σιπύα, ἡ, auch σιπύη, Ar., Nebenformen σιπυΐς u. σιπύς, ein Gefäß, Behälter, bes. ein kleiner Beutel zur Aufbewahrung von Mehl und Brot, Brotsack, Brotkorb, ἀρτοϑήκη, Schol. Ar. Plut. 807, mit einer Stelle aus Soph. frg. (259) belegt, wie Schol. Ar. Equ. 1290, wo hinzugesetzt wird οἱονεὶ σιτούνης ( Dindorf. σιτοβύης) τινὸς οὔσης παρὰ τὸ ἐν αὐτῇ τὰ σιτία ἐμβάλλεσϑαι. S. Ar. a. a. O.; Jac. Leon. Tar. 9. – Es wird auch ὑδρία erkl., B. A. 303. – Die Ableitung ist dunkel, es gab auch eine Form ἰπύα, Lob. Phryn. 301, u. att. σίφνις, σίφνος.
См. также в других словарях:
σίφνις — αιτ. εν. σίφνιν, ἡ, Α [σιφνός] δοχείο, λάρνακα ή κάδος με αλεύρι, σιπύα* … Dictionary of Greek
σίφνον — Α (κατά τον Ησύχ.) σιπύα*. [ΕΤΥΜΟΛ. Αλλος τ. τής λ. σίφνις] … Dictionary of Greek
σιπύη — και σιπύα και συπύη, ἡ, Α δοχείο, λάρνακα ή κάδος για αλεύρι. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθανότατα για σημιτικό δάνειο (πρβλ. ακκαδ. šappu / sappu, φοινικ. sp, εβρ. sap με σημ. «λεκάνη»). Κατά μία άποψη, η λ. συνδέεται με τον τ. supu τής γραμμικής Α.… … Dictionary of Greek